Οι πόλεμοι στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, σε Παλαιστίνη και Λίβανος, αλλά και οι εντεινόμενες εντάσεις στην ανατολική Ασία εκτοξεύουν τη ζήτηση για όπλα και στρατιωτικό εξοπλισμό. Το 2023 τα έσοδα των 100 μεγαλύτερων κατασκευαστών όπλων στον κόσμο αυξήθηκαν συνολικά σε 632 δισεκατομμύρια δολάρια, μια αύξηση της τάξης του 4,2% σε σύγκριση με το 2022, σημειώνει το Διεθνές Ινστιτούτο Έρευνας για την Ειρήνη SIPRI σε έκθεση που βλέπει σήμερα το φως της δημοσιότητας. «Η σημαντικότερη εξέλιξη το 2023 ήταν ότι οι ευρωπαϊκές και κυρίως οι αμερικανικές εταιρείες παραγωγής όπλων κατάφεραν να μεταφράσουν, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, την αυξανόμενη ζήτηση σε έσοδα», εξηγεί σε συνέντευξή του στην DW ο Σιάο Λιάνγκ, ένας από τους συντάκτες της έκθεσης.
Τις μεγαλύτερες αυξήσεις εσόδων κατέγραψε τη χρονιά που μας πέρασε η ρωσική αμυντική βιομηχανία. Σύμφωνα με το σουηδικό ινστιτούτο SIPRI, τα έσοδά τους αυξήθηκαν κατά 40%. Μιας και η προσδοκώμενη γρήγορη νίκη στο ουκρανικό μέτωπο δεν έγινε πραγματικότητα, η παραγωγή όπλων αυξήθηκε μέσα από κρατικές παραγγελίες.
Rheinmetall, Thyssen Krupp, Hensoldt, Diehl
Υπάρχει λόγος για τον οποίο μόνο δύο ρωσικές εταιρείες όπλων συγκαταλέγονται στις 100 κορυφαίες του κόσμου. «Οι περισσότερες ρωσικές εταιρείες σταμάτησαν το 2022 να δημοσιεύουν στοιχεία για τον κύκλο εργασιών τους», εξηγεί ο Σιάο Λιάνγκ. Όχι όμως όλες. Τα στοιχεία της Rostec, της υπ’ αριθμόν 7 αμυντικής βιομηχανίας στον κόσμο, έδωσαν στους ερευνητές της Στοκχόλμης σημαντικά στοιχεία για την εξαγωγή πολύτιμων συμπερασμάτων. Η μόνη ουκρανική εταιρεία όπλων στις κορυφαίες 100 είναι η JSC Ukrainian Defence Industry, η οποία αύξησε τα έσοδά της κατά 69%.
Ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία είχε διαφορετική επίδραση στις ευρωπαϊκές αμυντικές βιομηχανίες. Ορισμένες χώρες, όπως η Γαλλία και η Ιταλία, κατέγραψαν σημαντική μείωση εσόδων. Αντίθετα, τα έσοδα των γερμανικών εταιρειών αυξήθηκαν κατά 7,5%: Τέσσερις γερμανικοί κατασκευαστές αμυντικών προϊόντων κατατάσσονται μεταξύ των 100 κορυφαίων στον κόσμο: Rheinmetall, Thyssen Krupp, Hensoldt και Diehl. Η Rheinmetall, η μεγαλύτερη γερμανική βιομηχανία όπλων, βρίσκεται στην 26η θέση της κατάταξης και κατάφερε να αυξήσει τα έσοδά της κατά 10%. Η εταιρεία κατασκευάζει, μεταξύ άλλων, πυρομαχικά πυροβολικού 155 χιλιοστών, αυτοκινούμενα οβιδοβόλα και τεθωρακισμένα οχήματα. Οπλισμός που γνωρίζει μεγάλη ζήτηση με αφορμή του πολέμου στην Ουκρανία. Η εκτόξευση εσόδων είναι ακόμα μεγαλύτερη στην βιομηχανία Diehl, η οποία παράγει κατευθυνόμενους πυραύλους, καθώς και συστήματα αεράμυνας: Το 2023 κατέγραψε αύξηση εσόδων 30%.
Σταθερά στην κορυφή Lockheed Martin και RTX
Στις πρώτες θέσεις της κατάταξης του SIPRI βρίσκονται οι αμερικανικοί κολοσσοί Lockheed Martin και RTX (πρώην Raytheon). Και οι δύο κατέγραψαν μικρή μείωση των εσόδων τους το 2023. Σύμφωνα με το SIPRI, το γεγονός αυτό σχετίζεται με την περιορισμένη διαθεσιμότητα ειδικών εξαρτημάτων ή πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται στην αεροπορία και την κατασκευή πυραύλων. Επομένως, το πρόβλημα εδώ δεν είναι η ζήτηση, αλλά οι αλυσίδες εφοδιασμού. Σε γενικές γραμμές πάντως, οι μικρότεροι κατασκευαστές ήταν σε θέση να προσαρμόσουν το 2023 ταχύτερα την παραγωγή στη αυξημένη ζήτηση από ό,τι οι μεγάλες βιομηχανίες.
Έξι από τους 100 μεγαλύτερους κατασκευαστές όπλων έχουν την έδρα τους στην Μέση Ανατολή. Ο τζίρος τους αυξήθηκε πέρυσι κατά 18% σε συνολικά 19,6 δισεκατομμύρια δολάρια. Μετά την έναρξη του πολέμου στη Λωρίδα της Γάζας στις 7 Οκτωβρίου του 2022, τα έσοδα των τριών ισραηλινών βιομηχανιών όπλων έφθασαν σε ποσό ρεκόρ των 13,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Ήταν ο υψηλότερος τζίρος που έχει καταγραφεί ποτέ από ισραηλινές βιομηχανίες όπλων, μεταξύ των κορυφαίων 100. Στις εν λόγω εταιρείες περιλαμβάνονται οι κατασκευαστές της αμυντικής ασπίδας «Iron Dome», η οποία, ως γνωστόν, αποκρούει πυραυλικές επιθέσεις.
Οι ΗΠΑ είναι στην 1η γραμμή και των δύο πινάκων, μιας και διαθέτουν ισχυρότατα μονοπώλια πολεμικής βιομηχανίας. Ακολουθούν με διαφορά Κίνα και Ρωσία, αλλά εναλλάξ. Σταθερά στην 4η θέση και στους δύο πίνακες η Ινδία. Τις περισσότερες από τις 15 χώρες του πρώτου πίνακα θα τις βρούμε και στον δεύτερο.
Ωστόσο, εδώ ας μην αφήνουμε να μας παραπλανά η λεγόμενη «οικονομία της αγοράς». Γιατί τα στοιχεία των πολεμικών δαπανών περικλείουν και το κομμάτι της αγοράς νέων όπλων. Μονάχα που αυτά είναι υπολογισμένα με βάση τις εμπορικές αξίες τους. Τι σημαίνει αυτό; Στην πράξη π.χ. μία οβίδα των 152 χιλιοστών, που βγάζει η ρωσική πολεμική μηχανή, μπορεί να είναι μέχρι και 4 φορές φθηνότερη, αλλά το ίδιο αποτελεσματική με την ανάλογη «δυτική» οβίδα των 155 χιλ. Κι αυτό μπορεί να ισχύει και για πολλά άλλα όπλα… Π.χ. τα αντιπυραυλικά S-400 φέρεται να είναι στο 60%-70% της τιμής των αμερικανικών «Patriot», οπότε σε αυτόν τον πίνακα αξίζει να βλέπουμε την κατάταξη και όχι τα ακριβή νούμερα. Γι’ αυτό από το προβάδισμα των ΗΠΑ έναντι Κίνας και Ρωσίας στις πολεμικές δαπάνες ας κρατήσουμε μόνο τη σειρά και όχι τα ακριβή ποσά, που μπορεί να παραπλανήσουν για την πραγματική απόσταση.
Πολεμική Οικονομία: Ποιοι κερδίζουν και ποιοι χάνουν ( Του Νίκου Παπαναστάση, Συνταγματάρχη ε.α)
Στη διεθνή οικονομία γίνονται όλο και περισσότερο ορατά φαινόμενα, όπως η επιβράδυνση των μεγάλων οικονομιών, με κίνδυνο την εμφάνιση μιας νέας καπιταλιστικής κρίσης, κάτι που ήδη διαφαίνεται στις οικονομίες χωρών όπως οι ΗΠΑ, η Γερμανία, η Γαλλία κ.ά., με τη μεγάλη διόγκωση του κρατικού και ιδιωτικού χρέους. Γενικότερα, εμφανίζεται μια μεγάλης κλίμακας υπερσυσσώρευση κεφαλαίων, που τελικά παράγει όλα αυτά τα φαινόμενα, τα οποία αποτελούν τη βασική αιτία της υφέρπουσας οικονομικής κρίσης. Η πράσινη μετάβαση, ως κεντρικός μοχλός εκτόνωσης αυτής της υπερσυσσώρευσης, δείχνει στοιχεία ανεπάρκειας αντιμετώπισης αυτών των προβλημάτων.
Διεθνώς ο τομέας της πολεμικής βιομηχανίας τροφοδοτείται από την κατάσταση αυτή και μάλιστα τροφοδοτείται διπλά. Τροφοδοτείται άμεσα, αφού η κλιμάκωση της αντιπαράθεσης οδηγεί σε αύξηση των πολεμικών εξοπλισμών, με εμφανή επίκαιρο στόχο την ενίσχυση του πολεμικού μετώπου της Ουκρανίας, αλλά κυρίως με την ευρισκόμενη σε εξέλιξη διαπάλη μεταξύ ΗΠΑ – ΝΑΤΟ και Κίνας στη Νοτιοανατολική Ασία.
Οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες για ένατη συνεχή χρονιά έφθασαν σε νέο ιστορικό υψηλό το 2023. Σύμφωνα με την έκθεση του Διεθνούς Ινστιτούτου Ερευνας για την Ειρήνη, με έδρα τη Στοκχόλμη (SIPRI), οι στρατιωτικές δαπάνες σε πραγματικές τιμές, αφαιρουμένου του πληθωρισμού, αυξήθηκαν κατά 6,8% το 2023, φθάνοντας τα 2,44 τρισεκατομμύρια δολάρια, έναντι 2,24 τρισεκατομμυρίων το 2022. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη αύξηση σε ετήσια βάση από το 2009. Ως αφορμή και όχι ως αιτία αυτού του «ράλι» επενδύσεων στους εξοπλισμούς, προβάλλεται κυρίως ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο εδώ.
Ευρωπαϊκοί όμιλοι απορροφούν τεράστια κρατικά κονδύλια και επενδύουν κεφάλαια
Διαβάστε το άρθρο που με τα στοιχεία που είχε δημοσιεύσει ο Ριζοσπάστης στις 26 Οκτώβρη.
Η Ευρωπαϊκή Αμυντική Τεχνολογική και Βιομηχανική Βάση (EDTIB) κυριαρχείται από εταιρείες σε Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία και Σουηδία. Η μεγαλύτερη εταιρεία στην ΕΕ, με βάση τα έσοδα το 2021, ήταν η ιταλική «Leonardo», στη συνέχεια η ευρωπαϊκή πολυεθνική «Airbus», ακολουθούμενη από τις γαλλικές εταιρείες «Thales», «Dassault» και «Safran».
Αξίζει να δείτε και το podcast του 902.gr με θέμα την «Πολεμική Οικονομία», και τη συνέντευξη με τον Γρηγόρη Λιονή