Εσύ εκεί, εμπρός, σήκω! Εσύ ο Κομμουνιστής!

Το Μπλόκο της Κοκκινιάς, χαρακτικό.

17 Αυγούστου 1944. Ξημερώνοντας Παρασκευή. Η πόλη κοιμάται ανήσυχα και η μέρα που ξημερώνει θα γράψει στην ιστορία με κόκκινο μελάνι το «Μπλόκο της Κοκκινιάς.

Τα «μπλόκα» ήταν ένα από τα κλασικά μέτρα μαζικής τρομοκρατίας που εφάρμοζαν οι δυνάμεις κατοχής στην Ελλάδα, κυρίως στην πρωτεύουσα και ιδίως την περίοδο που είχε αρχίσει γι’ αυτούς η αντίστροφη μέτρηση. Οι Γερμανοί κύκλωναν ολόκληρες περιοχές, λήστευαν και πυρπολούσαν σπίτια, καταστήματα και συλλάμβαναν χιλιάδες ομήρους τους οποίους τους οδηγούσαν στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου και στη συνέχεια στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία. Μπλόκα έγιναν σε δεκάδες περιοχές στην Ελλάδα, η Καλογρέζα, ο Βύρωνας, η Καλλιθέα, ο Χορτιάτης, η Καλαμάτα η Κοκκινιά…..

Έτσι, πριν ακόμα φέξει περίπου 3.000 Γερμανοί και ντόπιοι συνεργάτες τους βαριά οπλισμένοι μπλοκάρουν τις εξόδους της πόλης προς Πειραιά, Κερατσίνι και Αιγάλεω. Δεν μπορεί να διαφύγει κανείς

Στόχος ήταν οι αγωνιστές του ΕΑΜ και ειδικά το ένοπλο τμήμα του, οι μαχητές του ΕΛΑΣ. Αυτούς αναζητούσαν στις εργατογειτονιές της Κοκκινιάς οι ναζί και οι ταγματασφαλίτες, οι κομμουνιστές ήταν ο στόχος, αυτούς προσπαθούσαν να ξεχωρίσουν οι κουκουλοφόροι. Δε λησμόνησαν, δεν ξέχασαν ότι λίγους μήνες πριν το Μάρτη του ’44 στην Κοκκινιά ήταν αυτοί που έτρεψαν σε φυγή τους Ναζί και τους συνεργάτες τους σε υποχώρηση.

«Προσοχή – Προσοχή! Σας μιλάνε τα Τάγματα Ασφαλείας. Όλοι οι άνδρες από 14 χρονών και πάνω να πάνε στην πλατεία της Οσίας Ξένης για έλεγχο ταυτοτήτων. Όσοι πιαστούν στα σπίτια τους θα τουφεκίζονται επί τόπου». Αυτά τα λόγια ακούστηκαν εκείνο το μαύρο πρωινό από τα χωνιά, που τούτη τη φορά δεν τα κρατούσαν χέρια ΕΠΟΝιτών και ΕΛΑΣιτών για να καλέσουν τον λαό σε αντίσταση και να τον ενθαρρύνουν. Αυτή τη φορά είναι οι ταγματασφαλίτες που σφυρίζουν σαν φίδια τις εντολές των Ναζί.

Οι Γερμανοί μπαίνουν στα σπίτια και με κλοτσιές, βρισιές και πυροβολισμούς σέρνουν τους άνδρες στην πλατεία. Κάποιοι κρύφτηκαν στις σκεπές των σπιτιών, στις ταράτσες, στα υπόγεια, σε πηγάδια κι όπου αλλού ήταν δυνατό. Απ’ άκρη σε άκρη στην Κοκκινιά ανθρώπινες σειρές κατευθύνονται στον τόπο του μαρτυρίου. Οι πρώτες εκτελέσεις έχουν αρχίσει από το δρόμο.

Ώρα 8 το πρωί. Η πλατεία της Οσίας Ξένης και οι γύρω δρόμοι είναι κατάμεστοι με περίπου 25.000 χιλιάδες Κοκκινιώτες. Χωρισμένοι κατά ομάδες, έμειναν γονατισμένοι κάτω από τον καυτό ήλιο του Αυγούστου, για να μπορούν οι ταγματασφαλίτες και οι μασκοφόροι, να τους “ξεχωρίζουν” πιο εύκολα. Οι στενοί δρόμοι της προσφυγούπολης γεμίζουν τρομαγμένες γυναίκες, το κλάμα των μικρών παιδιών σπάει την πρωινή ησυχία. Ο φόβος κυριαρχεί.

Το γενικό πρόσταγμα το έχει ο «συνταγματάρχης» Πλυντζανόπουλος. Φοράει μάσκα και κρατάει μαστίγιο. Οι προδότες Μπατράνης, Βακαλόπουλος, Βερύκογλου, Γρ. Ιωαννίδης, ο Σγούρος και ο γιος του , ντυμένος τσολιάς ,πιάσανε δουλειά, υποδείχνοντας έναν – έναν τους επικίνδυνους για τον κατακτητή αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης.

Ο Μπατράνης διακρίνει τον Αποστόλη Χατζηβασιλείου, λοχαγό του ΕΛΑΣ:

“Τα σέβη μου λοχαγέ”, δίνει το “παράγγελμα”. Τα ανθρωπόμορφα τέρατα ορμούν πάνω του και με την ξιφολόγχη του βγάζουν το μάτι, του σχίζουν τα μάγουλα και τον περιφέρουν ανάμεσα στους πατριώτες, χτυπώντας τον και ζητώντας του να προδώσει. Ο Καπετάνιος όμως βρίσκει τη δύναμη και φωνάζει:

«Πατριώτες, ψηλά το κεφάλι σας. Μη φοβάστε. Δεν πρόκειται να προδώσω κανέναν». Σέρνεται για να κρεμαστεί αναίσθητος. Λίγο πριν το τέλος του ψέλλισε. «Συναγωνιστές, εκδίκηση!»

Ακολουθεί ο γραμματέας της ΚΟΒ Κιλικιανών του ΚΚΕ, Παναγιώτης Ασμάνης που τον κομματιάζουν στην κυριολεξία καθώς τον έσερναν για εκτέλεση. Τον σκότωσε ο ίδιος ο Πλυντζανόπουλος. Ανάμεσα στους ηρωικούς νεκρούς ήταν ο Στέλιος Καζακίδης που τον έσερναν μέσα στο πλήθος με βγαλμένο το ένα μάτι καλώντας τον να προδώσει. Ήταν η θρυλική Διαμάντω Κουμπάκη, στέλεχος της ΕΠΟΝ και μαχήτρια του ΕΛΑΣ. Ήταν η 17 χρονη, φλογερή επονίτισσα, Αθηνά Μαύρου. Ήταν αυτοί στους οποίους η Ελλάδα χρωστάει την τιμή και τη λευτεριά της από τον φασισμό.

Κανένας τους δεν πρόδωσε συναγωνιστή του. Με το κεφάλι ψηλά απέναντι στα φίδια που έρποντας άπλωναν το δάχτυλο και έδειχναν λέγοντας:

«Εσύ εκεί, και εσύ, εμπρός σήκω! Εσύ ο κομμουνιστής».

Ο Σπ. Κωτσάκης (Νέστορας), καπετάνιος του Α’ Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ, δίνει τη δική του μαρτυρία: «Περνάνε ανάμεσα οι χαφιέδες. Εδώ πολλοί χωρίς μάσκα και υποδείχνουν τους αγωνιστές, τα στελέχη της αντίστασης, του κόμματος, του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, της ΕΠΟΝ. Μέχρι να τους πάνε στον τόπο της εκτέλεσης τους βασανίζουν απάνθρωπα για να προδώσουν»

Η μάντρα, όπως είναι σήμερα

72 εκτέλεσαν στη Μάνδρα της Οσίας Ξένης στη μάντρα ενός ταπητουργείου , στη συμβολή των οδών Κιλικίας και Θειρών. Η μάντρα του υφαντουργείου γεμίζει εκτελεσμένους. Ο δήμιος μέσα στη μάντρα πίνει ούζο και βρίζει , πίνει ούζο και εκτελεί, πίνει ούζο και φωνάζει: «άλες κόμουνιστ καπούτ», «Όλοι οι κομουνιστές θα πεθάνουν».

42 στη μάνδρα στ’ Αρμένικα, 40 στο Σχιστό. Αφού τους εκτέλεσαν με ριπές, τους έριξαν βενζίνη και τους έκαψαν. Πολλούς μισοζώντανους.

Στον 4ο Καραβά (Αρμένικα) από τα 90 σπίτια έκαψαν τα 80. Συνολικά σ’ όλο το μπλόκο οι σκοτωμένοι είναι πάνω από 200 και τα καμένα σπίτια ξεπερνάνε τα 100. Η λεηλασία και το πλιάτσικο χωρίς προηγούμενο. Χιλιάδες χρυσές λίρες δόθηκαν από συγγενείς των συλληφθέντων για ν’ αφεθούν ελεύθεροι οι δικοί τους.

Σε ολόκληρη την Κοκκινιά αντηχεί το κλάμα των μανάδων, των συζύγων, των αδερφών, των παιδιών. Στους δρόμους έξω από τη μάντρα ρέει αίμα, και ολόκληρη την πόλη σκεπάζει ο θάνατος.

Οκτώ χιλιάδες με φάλαγγα οδηγήθηκαν στο Χαϊδάρι. Όπως αναφέρει ο μαχητής του ΕΛΑΣ Αγ. Σοφίας Πειραιά, Μιχάλης Γρηγοράκης, ο οποίος συμμετείχε σ΄ αυτήν την πορεία, ένας από τους ταγματασφαλίτες που τους συνόδευαν, καθ΄ όλη τη διαδρομή φώναζε «Η Κοκκινιά δεν είναι εδώ. Η Γερμανία είναι εδώ. Πάρτε το χαμπάρι και θα πεθάνετε όλοι σας». 

Απ’ αυτούς περίπου 1.000, σύρθηκαν την επόμενη μέρα στα τρένα στο Ρουφ και οδηγήθηκαν στα κάτεργα της Γερμανίας όμηροι, απ’ όπου πολλοί δε γύρισαν ποτέ.

«Κι άδεια να μένει η Κοκκινιά, γεμάτη από το αίμα των παιδιών της, βαμμένοι οι τοίχοι κόκκινοι, κόκκινα τα πεζούλια.»(Γ. Ρίτσος.)

Το ίδιο βράδυ των γεγονότων η Αχτιδική Επιτροπή της ΚΟΚ του ΚΚΕ κυκλοφόρησε προκήρυξη που έλεγε μεταξύ άλλων:

«Διακόσια διαλεχτά παλληκάρια, διακόσιοι πρωτοπόροι στον καθημερινό αγώνα για ζωή και λευτεριά, διακόσια μέλη και στελέχη, οπαδοί και συμπαθούντες του κόμματός σας του Κομμουνιστικού δεν υπάρχουν πια… Χαρά στον τόπο που βγάζει τέτοια παλληκάρια, τιμή στο κόμμα που τ’ ανάθρεψε με τέτοια πίστη και παλληκαριά, τιμή και δόξα στο γονιό πούθρεψε τέτοιους λεβέντες… Το αίμα σας θα το πάρουμε πίσω.»

Στις 24 Σεπτεμβρίου 1944 στην επιμνημόσυνη δέηση των εκτελεσθέντων οι Γερμανοί έχουν στήσει πολυβόλα στην γύρω από το νεκροταφείο περιοχή. Όταν τελείωσε η τελετή της επιμνημόσυνης δέησης και ο κόσμος ήταν πυκνός, τα πολυβόλα άρχισαν το θανατηφόρο κροτάλισμά τους, με απολογισμό 10 νεκρούς και 35 τραυματίες.

Το Μάρτη του 1947 οι εκτελεσμένοι, επανεκτελούνται καθώς το Γ` Δικαστήριο δοσίλογων αθώωσε τους προδότες Πλυτζανόπουλο και Σγούρο. Ο Πλυτζανόπουλος έγινε υποστράτηγος του κυβερνητικού στρατού και ο ανηψιός του διορίστηκε δήμαρχος Κοκκινιάς απ’ τη χούντα. Και τούτη η πληγή στην ιστορία του τόπου πονάει δυο φορές. Στην απολογία του στο Β` Δικαστήριο δοσιλόγων ο Ν. Μπουραντάς είπε κυνικά: «Εγώ τρώγω ένα ξεροκόμματο βουτηγμένο στο αίμα! Αλλά ρέει στις φλέβες μου άφθονο ελληνικό αίμα».

Τέτοιες επέτειοι, που πρέπει σε κάθε περίπτωση να μένουν ανεξίτηλοι ειδικά για τις νεότερες γενιές, πρέπει να είναι αφορμή και για να τιμώνται αυτοί που θυσιάστηκαν αλλά και για να σκέφτεται κανείς πώς θα συνεχίσει τον αγώνα. Γιατί δεν τιμάς αυτούς που έπεσαν, που θυσιάστηκαν μονάχα με εκδηλώσεις αλλά και με την καθημερινή στάση ζωή σου.

Υπηρετώντας περίπου 20 χρόνια στα σχολεία της Κοκκινιάς- Νίκαιας αγάπησα την ιστορία της. Είναι χρέος μας να μεταλαμπαδεύουμε στις νέες γενιές την ιστορία του τόπου μας. «Η μικρή Μόσχα», έτσι έλεγαν την Κοκκινιά. Η προσφυγούπολη στην οποία το 1922 βρήκαν μια γωνιά να ακουμπήσουν τον ξεριζωμό τους περίπου 40.000 πρόσφυγες.

Προσφυγιά κι Αντίσταση. Αυτό είναι η Κοκκινιά. Προσφυγιά αντίσταση, διωγμός και εν ψυχρώ εκτελέσεις. Τα προσφυγικά σπίτια υπάρχουν ακόμα στους δρόμους της. Η τρύπες από τις σφαίρες υπάρχουν ακόμα στους τοίχους της μάντρας και κάθε φορά που βρίσκομαι στο Μουσείο του Μπλόκου κοιτάζοντας τις φωτογραφίες των εκτελεσμένων κάποιες φορές, μέσα στην ησυχία, τους άκουσα σαν θρόισμα να ψιθυρίζουν το άδικο και να επιμένουν: Η Κοκκινιά είναι εδώ!

Φωτογραφία, από το Μουσείο του Μπλόκου της Κοκιννιάς

Η Κάνδανος είναι εδώ!

Τα Καλάβρυτα είναι εδώ!

Το Δίστομο είναι εδώ!

Η Καισαριανή είναι εδώ!

Η Κοκκινιά είναι εδώ!

Νυν και αεί.

Επιμέλεια κειμένων: Ρούλα Καραγιάννη

Με πληροφορίες από τον Ριζοσπάστη.

Ετικέτες:

Δείτε ακόμα...