…Σώπα, όπου νάναι θα σημάνουν οι καμπάνες.
Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.
Kάτου απ’ το χώμα, μες στα σταυρωμένα χέρια τους
κρατάνε της καμπάνας το σκοινί – περμένουνε την ώρα, δεν κοιμούνται,
περμένουν να σημάνουν την ανάσταση.
Τούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας
– δε μπορεί κανείς να μας το πάρει…
Στην πρώτη επέτειο από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, ο μεγάλος ποιητής ήταν εκεί, ΠΑΡΩΝ, για να δώσει το δικό του μήνυμα, να καταθέσει ένα μπουκέτο στίχων, να υμνήσει…
Σ αυτή τη χώρα, που μπορεί να είναι φτωχή από πλούτη, γεννήθηκαν οι μεγάλοι ποιητές. Αυτοί που κατάφεραν να σηκώσουν ψηλά τον άνθρωπο, να τον φτάσουν εκεί που του αρμόζει.
Κι εδώ, σήμερα, ο δικός μας, ο μοναδικός μας Γιάννης Ρίτσος, ο υμνητής της Ρωμιοσύνης. Ο στρατευμένος ποιητής στον αγώνα του ανθρώπου για έναν άλλο, δίκαιο κόσμο.
Αυτός που σε κάθε ευκαιρία μας θυμίζει τις ανεξάντλητες δυνάμεις της ανθρώπινης ύπαρξης, την υποχρέωση να παλέψει με την αρχή και την τάξη, γιατί διαφορετικά είναι μάταιος ο θάνατος και φλυαρία ο έρωτας.
Ο Γιάννης Ρίτσος ύμνησε και ευλόγησε τον Έρωτα, την Ειρήνη, τον Αγώνα, την Επανάσταση.
Κάθε στίχος του ήταν βάλσαμο για τον αγωνιζόμενο ελληνικό λαό και όχι μόνο. Πέταξε πάνω από τα σύνορα της Ελλάδας, ταξίδεψε και έγινε κτήμα κάθε λαού που αγωνίζεται για το δίκιο του, έγινε κτήμα του παγκόσμιου πολιτισμού.
Κι ήταν ο ποιητής που ήξερε να κάνει τα λόγια πράξη. Γιατί κάθε του λέξη ήταν η φλέβα που χτυπούσε δυνατά από την αγωνιστική του δράση. Γιατί γνώριζε καλά ως γνήσιος κομμουνιστής ότι «Το χρέος των ποιητών» είναι ένα: Δίπλα στο λαό, ένα με το δίκιο.
Πέθανε σαν σήμερα πριν από τριάντα χρόνια, στις 11 του Νοέμβρη του 1990. Πρωτομαγιά του 1909 γεννιέται στη Μονεμβασιά το στερνοπούλι του μεγαλοκτηματία Ελευθέριου Ρίτσου και της Ελευθερίας Βουζουναρά. Τα μεγαλύτερα αδέλφια του ήταν η Νίνα (1898-1970), ο Μίμης (1899-1921) και η Λούλα (1908- 1995).
Ο πατέρας του γνώρισε νωρίς την οικονομική καταστροφή και το 1925, με την ολοκλήρωση των γυμνασιακών του σπουδών στο Γύθειο, έφυγε με την αδερφή του Λούλα για την Αθήνα. Στην Αθήνα ο ποιητής αναγκάστηκε να εργαστεί για τα προς το ζην, αρχικά ως δακτυλογράφος και στη συνέχεια ως αντιγραφέας στην Εθνική Τράπεζα.
Συναντήθηκε με την ποίηση πολύ νωρίς. Το 1921 άρχισε να συνεργάζεται με τη «Διάπλαση των Παίδων». Πολλά από τα νεανικά του ποιήματα δημοσιεύτηκαν στο φιλολογικό παράρτημα της «Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας» του Πυρσού.
Το 1934 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Τρακτέρ», Παράλληλα αρχίζει και η συνεργασία του με το «Ριζοσπάστη», με τα «Γράμματα για το Μέτωπο». Το 1935 κυκλοφορούν οι «Πυραμίδες», το 1936 ο «Επιτάφιος». Το 1937 νοσηλεύτηκε στο σανατόριο της Πάρνηθας και συγκλονισμένος από την ψυχική ασθένεια της πολυαγαπημένης του αδελφής Λούλας, γράφει την ποιητική σύνθεση «Το τραγούδι της αδελφής μου», ένα από τα ωραιότερα λυρικά της νεοελληνικής ποίησης. Ένα μικρό απόσπασμα:
«Στους τρικυμισμένους καθρέπτες
Των λυγμών
Θραύεται το ήρεμο πρόσωπο
Της αιωνιότητας
Κι όμως ακόμη ακούμε εντός μας
Το φλοίσβισμα της ηρεμίας»
Αυτό το ποίημα του χαρίζει το χρίσμα του Κωστή Παλαμά, που γράφει:
“Το τραγούδι σου είν’ από ιχώρ κι είν’ από αιθέρα.
Όρθρος καθαρής αυγής φέρνει την ημέρα.
Γλήγορο αργοφλοίβισμα της γαλάζιας πλάσης.
Να παραμερίσουμε για να περάσεις.”
Δεν πρόκειται για έξαρση, γιατί ο χρόνος απέδειξε ότι ο Παλαμάς απευθυνόταν σε έναν ποιητή πραγματικά κορυφαίο.
Το νερό είχε μπει στο αυλάκι και ο ποιητής ύψωνε το ανάστημά του.
Το 1938 κυκλοφορεί η «Εαρινή Συμφωνία» και προσλαμβάνεται στο Εθνικό Θέατρο. Δύο χρόνια αργότερα, εκδίδει την «Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής» και προσλαμβάνεται ως χορευτής στη Λυρική Σκηνή.
Στη διάρκεια της Κατοχής, ο Ρίτσος έζησε κατάκοιτος. Εντούτοις συμμετείχε στη δραστηριότητα του μορφωτικού τμήματος του ΕΑΜ. Αρνήθηκε να δεχτεί οικονομική βοήθεια από έρανο, όταν κινδύνεψε η ζωή του από τις κακουχίες το 1942. Με την ήττα του ΕΛΑΣ στα «Δεκεμβριανά» ακολούθησε τις δυνάμεις του στη σύμπτυξη. Περνά από τη Λαμία, όπου συναντά τον Άρη Βελουχιώτη και φθάνει μέχρι την Κοζάνη, όπου ανέβηκε το θεατρικό του «Η Αθήνα στ’ άρματα». Το 1945 γράφει τη «Ρωμιοσύνη», ένα ακόμη δημοφιλές ποίημά του, που το μελοποίησε το 1966 ο Μίκης Θεοδωράκης.
Όλο το έργο, εδώ
Στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου εξορίστηκε στο Κοντοπούλι της Λήμνου (1948), στη Μακρόνησο (1949) και στον Άγιο Ευστράτιο (1950-1951).
Το 1952 επέστρεψε στην Αθήνα και πολιτεύτηκε με την ΕΔΑ.
Το 1954 παντρεύτηκε την παιδίατρο Φηλίτσα Γεωργιάδου από τη Σάμο, με την οποία απέκτησε μία κόρη, την Έρη (1955).
Το 1956 ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση ως μέλος αντιπροσωπείας διανοουμένων και δημοσιογράφων ενώ την ίδια χρονιά τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος».
Ο Λουί Αραγκόν σπουδαίος Γάλλος ποιητής, μυθιστοριογράφος και δημοσιογράφος, όταν ο Ρίτσος τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης, θα συγκινηθεί βαθιά και θα γράψει: «Πρέπει να πούμε πάρα πολύ μεγαλόφωνα πως είναι ένας από τους πιο μεγάλους και τους μοναδικούς ποιητές σήμερα». Ενώ, όταν διάβασε τη «Σονάτα του σεληνόφωτος» αισθάνθηκε «το βίαιο τράνταγμα μιας μεγαλοφυϊας».
Εδώ απαγγέλει η Μελίνα Μερκούρη
Το 1960 ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποίησε τον «Επιτάφιο» και σηματοδότησε την περίοδο της διάδοσης της μεγάλης ποίησης στο πλατύ κοινό.
Όλο το έργο
Το 1964 συμμετείχε στις βουλευτικές εκλογές με την ΕΔΑ.
Με το ξέσπασμα του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967, δεν έφυγε από το σπίτι του, δεν κρύφτηκε. Τον συνέλαβαν και τον έκλεισαν στον Ιππόδρομο του Φαλήρου. Στα τέλη Απριλίου μεταφέρθηκε στη Γυάρο και αργότερα στο Παρθένι της Λέρου. Το 1968 νοσηλεύθηκε στον «Άγιο Σάββα» και στη συνέχεια τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό στο σπίτι της γυναίκας του στο Καρλόβασι της Σάμου. Το 1970 επέστρεψε στην Αθήνα, μετά όμως από άρνησή του να συμβιβαστεί με το καθεστώς του Παπαδόπουλου εξορίστηκε εκ νέου στη Σάμο ως το τέλος του χρόνου που μπήκε για εγχείρηση στη Γενική Κλινική Αθηνών. Το 1973 συμμετείχε στα γεγονότα του Πολυτεχνείου.
Μετά την πτώση της δικτατορίας έζησε κυρίως στην Αθήνα, όπου συνέχισε να γράφει με πυρετώδεις ρυθμούς. Το 1975 αναγορεύτηκε σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και τιμήθηκε με το μεγάλο γαλλικό βραβείο ποίησης «Αλφρέ ντε Βινί». Τον επόμενο χρόνο τιμήθηκε με το βραβείο «Λένιν» στη Μόσχα. Ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια αναγορεύσεις του σε διάφορα ξένα πανεπιστήμια: Μπίρμιγχαμ (1978), Καρλ Μαρξ της Λειψίας (1984) και Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1987). Το 1986 του απονεμήθηκε το βραβείο «Ποιητής διεθνούς ειρήνης» του ΟΗΕ.
«Έφυγε» στις 11 του Νοέμβρη, πριν από τριάντα χρόνια.
Άφησε πίσω του 50 ανέκδοτες ποιητικές συλλογές. Ενταφιάστηκε τρεις μέρες αργότερα στη γενέτειρά του, Μονεμβάσια.
Συνηθίζουμε να λέμε πως κάποιος «έφυγε». Πώς μπορεί να έχει φύγει, όμως, αυτός που τα ποιήματά του μας συντροφεύουν; Που ο κάθε του στίχος είναι ανάσα και δροσιά. Που όταν ανοίγουμε μια συλλογή του, νιώθουμε τι θα πει πως ψηλώνει ο άνθρωπος!
Από τη Ρωμιοσύνη του, ένα ποίημα που λατρεύω.
Αχ, θα φυσήξει μια να πάρει σβάρνα
τις πορτοκαλιές της θύμηση
ςΑχ, θα φυσήξει δυο να βγάλει σπίθα
η σιδερένια πέτρα σαν καψούλι
Αχ, θα φυσήξει τρεις και θα τρελάνει
τα ελατόδασα στη Λισκουρα
θα δώσει μια με τη γροθιά του
να τινάξει την τυράγνια στον αγέρα
και θα τραβήξει της αρκούδας το χαλκά
να μας χορέψει τσάμικο καταμεσίς στην τάπια
και ντέφι το φεγγάρι θα χτυπάει
που να γεμίσουν τα νησιώτικα μπαλκόνια
αγουροξυπνημένο παιδολόι και
σουλιώτισσες μανάδες.
Ένας μαντατοφόρος φτάνει απ τη
Μεγάλη Λαγκαδιά κάθε πρωινό
στο πρόσωπό του λάμπει ο ιδρωμένος
ήλιος
κάτου από τη μασχάλη του κρατεί
σφιχτά τη Ρωμιοσύνη
όπως κρατάει ο εργάτης την τραγιάσκα
του μέσα στην εκκλησία
Ήρθε η ώρα, λέει.
ΝΑΜΑΣΤΕ ΕΤΟΙΜΟΙ
ΚΑΘΕ ΩΡΑ ΕΙΝΑΙ Η ΔΙΚΙΑ ΜΑΣ ΩΡΑ
Κλείνω με τα 18 Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας. Πρόκειται για 18 τετράστιχα του Γιάννη Ρίτσου, από τα οποία τα 16 ο ποιητής τα έγραψε στο Παρθένι της Λέρου στις 16/9/1968, ύστερα από κρυφή έκκληση του Μίκη Θεοδωράκη.
Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις…
Και συνεχίζουμε. Με τον ποιητή στην καρδιά και τους στίχους του να μας ανοίγουν το δρόμο.
Γιάννης Αγγέλου
Πληροφορίες : Ριζοσπάστης, sansimera.gr, ΕΚΠΑ