«Είναι μακρύς ο δρόμος του, πολύ μακρύς αδερφέ μου»!
Οσο μακρύς, όμως, κι αν ήταν ο δρόμος του Ρίτσου, και όσο δύσκολος, ήταν ένας δρόμος ίσος, καθαρός και σίγουρος.
Για την ακρίβεια, ο δρόμος του Γιάννη Ρίτσου δεν ήταν ίσος. Ηταν σπειροειδής και εξελικτικός, σαν μια θεόρατη στρογγυλή σκάλα που ξεκινάει από τη γη και ανεβαίνει κυκλικά στους ατέλειωτους ουρανούς.
Σα μια τεράστια τοιχογραφία της ανθρωπότητας. Μια τοιχογραφία που ξεκινάει από το πάντα και θα φτάσει στις αταξικές κοινωνίες του μέλλοντος. Και θα συνεχίσει …αφού αυτό το ταξίδι, δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος!
Σαν σήμερα πριν 30 χρόνια ο μεγάλος μας ποιητής «πέταξε» προς στην αιωνιότητα.
Γεννημένος στη Μονεμβασιά, πρωτομαγιά του 1909 σημάδεψε τον αιώνα που πέρασε με τη διεθνή φήμη και ακτινοβολία των πάνω από εκατό ποιητικών συλλογών και συνθέσεων, είκοσι δύο μυθιστορημάτων και ακόμη, μεταφράσεων, χρονογραφημάτων, θεατρικών έργων και μελετών.
«Η Ιστορία δεν γυρίζει πίσω».
Από αυτή τη σκέψη αντλούσε τη χαρά και την πίστη ο Γιάννης Ρίτσος. Ηξερε βαθιά ότι το νερό στο ίδιο σημείο του ποταμού, δεν είναι ποτέ το ίδιο. Οτι τα πάντα κυλάνε («τα πάντα ρει»), τα πάντα μεταβάλλονται. Η κοινωνία αλλάζει, η κοινωνία μεταβάλλεται. Πώς να πει ο ποιητής ότι η γη δεν κινείται; Αφού κινείται και αυτός το γνωρίζει!
«Ακούω ξανά το μακρινό τραγούδι της θάλασσας. Αυτό δεν σταμάτησε ποτέ. Η αιώνια κίνηση, η αιώνια τέχνη. Η αιώνια μουσική. Ολα αυτά ακίνητα, ακίνητα για πάντα, μέσα στο νόμο της αιώνιας κίνησης».
Κάθε σκαλί της τεράστιας σκάλας, που ανέβαινε ο ποιητής, κάθε πινελιά αυτής της τεράστιας τοιχογραφίας, που μελετούσε και εξηγούσε, ήταν και μια κατάκτηση.
Μια κατάκτηση, η οποία τον έφερνε πιο κοντά στην αλήθεια. Μια αλήθεια χωρίς περιορισμούς. Μια στέρεη και καθαρή αλήθεια. Κάθε νέο σκαλί αυτής της χωρίς αρχή και χωρίς τέλος σκάλας, δεν έμοιαζε με το προηγούμενο, ούτε με το επόμενο. Κάθε σκαλί ήταν ένα στάδιο.
Και, ωστόσο, αυτά τα ξεχωριστά σκαλιά, αυτά τα ξεχωριστά στάδια, είναι μια αδιάκοπη συνέχεια! Μια συνεχής, σπειροειδής άνοδος (…)
Ο Πάμπλο Νερούδα, όταν πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας, δήλωσε:
«Ξέρω κάποιον άλλο με περισσότερα προσόντα γι’ αυτή την τιμή: τον Γιάννη Ρίτσο»!
Ο Ρίτσος, για τον οποίο ο Παλαμάς έγραψε εκείνο το περίφημο «παραμερίζουμε, ποιητή, για να περάσεις», που ο Αραγκόν έβλεπε στην ποίησή του «το βίαιο τράνταγμα μιας μεγαλοφυίας», που ο Λειβαδίτης μιλούσε για μια ποίηση ενός κόσμου που «γίνεσαι ικανός και να πεθάνεις ακόμα για έναν τέτοιο κόσμο», άφησε στους άλλους να απαντήσουν στο ερώτημα:
Ήταν ποιητής γιατί ήταν κομμουνιστής ή ήταν κομμουνιστής γιατί ήταν ποιητής.
Ο ίδιος ποτέ δεν τα ξεχώρισε. «Ο,τι είμαι κι ό,τι έχω σας το χρωστάω», έλεγε ο Ρίτσος απευθυνόμενος στο Κόμμα του, όταν το ΚΚΕ τίμησε τα 75χρονα του ποιητή.
Ο Ρίτσος πορεύτηκε κρατώντας «πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου» κατά την προτροπή του Σολωμού.
Ηξερε ότι «ο δρόμος ο πιο μακρινός είναι ο πιο κοντινός», «η ζωή θα σε πει σύντροφο, τα έργα σου θα σε κάνουν σύντροφο, να αξίζουν τα έργα σου». Και αυτό έπραττε.
«Οι γειτονιές του κόσμου»
«Δε θέλαμε να πεθάνουμε. Κανένας δεν ήθελε να πεθάνει.
Δεν ήταν εύκολο – μην πεις – δεν ήταν εύκολο.
(…)
Ο Αλέκος είπε:
“Σκέψου η ζωή να τραβάει το δρόμο της, και συ να λείπεις,
να ‘ρχονται οι Ανοιξες με πολλά διάπλατα παράθυρα, και συ να λείπεις,
να ‘ρχονται τα κορίτσια στα παγκάκια του κήπου με χρωματιστά φορέματα, και συ να λείπεις,
οι νέοι να κολυμπάνε το μεσημέρι, και συ να λείπεις,
ένα ανθισμένο δέντρο να σκύβει στο νερό,
πολλές σημαίες ν’ ανεμίζουν στα μπαλκόνια,
ν’ ανεβαίνει μια παρέλαση την οδό Σταδίου,
χιλιάδες κόσμος κρατώντας στα χέρια του κόκκινες σημαίες,
κρατώντας επιτέλους τα όνειρά του μέσα στα χέρια του,
να λένε δυνατά τη λέξη σύντροφος, και συ να λείπεις,
ύστερα ένα κλειδί να στρίβει – η κάμαρα να ‘ναι σκοτεινή,
δυο στόματα να φιλιούνται στον ίσκιο, και συ να λείπεις,
σκέψου δυο χέρια να σφίγγονται, και σένανε να σου λείπουν τα
χέρια,
δυο κορμιά να παίρνονται, και συ να κοιμάσαι κάτου απ’ το
χώμα,
και τα κουμπιά του σακακιού σου ν’ αντέχουν πιότερο από σένα
κάτου απ’ το χώμα
κι η σφαίρα η σφηνωμένη στην καρδιά σου να μη λιώνει,
όταν η καρδιά σου, που τόσο αγάπησε τον κόσμο, θα ‘χει λιώσει”.
(…)
Την ίδια νύχτα πιάσαν τον Αλέκο.
Ο Αλέκος δε μαρτύρησε. Ο Αλέκος
έμεινε κρεμασμένος τρία μερόνυχτα. Δε μαρτύρησε.
Ο Αλέκος πέθανε σα μέλος του Κόμματος.
Πέθανε σαν αληθινός σύντροφος. Την τελευταία στιγμή
φώναξε: “Είναι χιλιάδες άστρα μέσα μας. Δεν μπορείτε να τα
σκοτώσετε”.
Ετούτα τ’ άστρα τα ‘δωσε ο Αλέκος στη σημαία του Κόμματος (…)».σχετικά με το διαχωρισμό της ποίησής του σε «σπουδαία» και μη, για τα επικαιρικά του ποιήματα, που τα κατατάσσουν στη «μη ποίηση», ο Ρίτσος φρόντισε και μέσα από το έργο του να απαντήσει:
«Αν ήθελα να σφαντάξω μπορούσα να πετάξω
ξέρω καλά τα μυστικά των πουλιών όπως και της σιωπής.
Προτίμησα τη γη, κάθουμαι κατάχαμα στο ζεστό χώμα.
Μοιράζομαι τη μοίρα τους και την παλεύω.
Είπα ναι και κόκκινο
όπου έπρεπε είπα όχι στους άλλους και σε μένα.
Εχω τη λαδωμένη τραγιάσκα του Λένιν, μια οδοντόβουρτσα, μια τσατσάρα
φτιάχνω σταμνιά, τσουκάλια, αγαλμάτια με αρχιλόχωμα.
Φτιάχνω με λυγαριά και καλάμι καλάθια για τ’ αυγά και τα μήλα
φτιάχνω ποιήματα για μικρούς και μεγάλους, πεθαμένους κι αγέννητους».
Γιάννης Ρίτσος, «o πιο δικός μας Ξένος»
Το να ασχολείται κανείς με την ποίηση όταν λείπει το «ψωμί», σε όσους δε σχετίζονται με την κομμουνιστική ιδεολογία, φαίνεται συχνά παράδοξο. Ομως για ποιο λόγο αξίζει στ’ αλήθεια να παλεύει κανείς; Μόνο για το ψωμί; Μα αυτό είναι το πρώτο σκαλοπάτι, δίδασκε και ο Ρίτσος, που όλη του η έγνοια ήταν να ανεβάσει στο μύθο το μερμήγκι και να μάθει στο τζιτζίκι ένα τραγούδι πέρα απ’ το ξερό πετσί του, να βοηθήσει, με άλλα λόγια, τους φτωχούς, λαϊκούς ανθρώπους -προπαντός την πρωτοπόρα τάξη τους- να νιώσουν τη δύναμη και το μεγαλείο της ανθρωπιάς τους, προχωρώντας πιο πέρα και πιο πάνω από ένα σκέτο οικονομικό αγώνα, στο δύσκολο μα μεγάλο αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση του ανθρώπου.
Δε φτάνει το τραπέζι, μήτε κάμποσος παράς στην τσέπη, μήτε και το ψωμί και το φιλί – δε φτάνει. Ο άνθρωπος είναι πιο τρανός απ’ την καθημερινή την έγνοια του, έγραφε. Μιαν αλήθεια που ούτε την επινόησε, ούτε τη δανείστηκε, αλλά με το αίμα του την κατάχτησε μέσα στο καμίνι της ταξικής πάλης του καιρού του.
Για όλους εμάς, ο Γιάννης Ρίτσος είναι ένας κορυφαίος ποιητής. Για τον ίδιο όμως το πιο όμορφο ποίημά του ήταν τα αποτυπώματά του στα αρχεία της Ασφάλειας Αθηνών, οι μόνες περγαμηνές του ήταν τρεις λέξεις: Μακρόνησος, Γυάρος, Λέρος.
Το λόγο μας τον αποκαλύπτει στο έργο του, όπως στο ποίημά του – ύμνο στο μεγαλείο του ανθρώπου – κοινωνικού αγωνιστή, με τον τίτλο «ο Αποχαιρετισμός» εμπνευσμένο από το θάνατο του Κύπριου Γρηγόρη Αυξεντίου:
Ναι η πιο μεγάλη πράξη της ζωής μας
είναι η απόφαση του θανάτου μας, όταν υπάρχει κάποια διέξοδος
όταν μπορείς και να τον αποφύγεις, και συ τον διαλέγεις
σαν τιμή και σαν χρέος για τους άλλους, πιο πέρα από τις ανάγκες σου.
Οποιος μπορεί να νικήσει μια στιγμή τη ζωή νικάει και το θάνατο. Τόμαθα.
Αλλωστε, για τον Ρίτσο η μεγαλοσύνη του ανθρώπου μετριέται στις οριακές καταστάσεις που θα πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στο μέγα χρέος και στο μέγα φόβο.
«Ο Αποχαιρετισμός» – βασισμένος σε βιώματα του ποιητή από το κολαστήριο της Μακρονήσου – φαίνεται πως αποτελεί ποιητική επεξεργασία εσωτερικών του διεργασιών σε μια δραματική στιγμή, που έχει καταγραφεί στη μαρτυρία κάποιου συναγωνιστή του. Είναι η στιγμή που οι δεσμοφύλακές του τον περιμένουν στην κεντρική σκηνή του Διοικητηρίου, στην κορυφή ενός λόφου, για να υπογράψει δήλωση μετάνοιας κι αποκήρυξης του κομμουνισμού, με τους τηλεγραφητές και τα επιτελεία της εθνικής ραδιοφωνίας σε επιφυλακή για τη θριαμβευτική αναμετάδοση της είδησης στο πανελλήνιο και στο εξωτερικό.
Ισως να μπορούσα να γλυτώσω. Ισως μπορούσα
ν’ αντέξω την καταφρόνια ή τη συγγνώμη ή και τη λησμονιά των άλλων.
Ομως εγώ θα μπορούσα να λησμονήσω το φως που ονειρευτήκαμε μαζί;
κείνο το μέγα καρδιοχτύπι της σημαίας μας;
γράφει και συνεχίζει, εξηγώντας ταπεινά στους συντρόφους του, που οι περισσότεροι δεν τα κατάφεραν να αντέξουν, τη μεγάλη αλήθεια του:
Ξέρω πως θα μπορούσε να είμαι στη θέση σας, αδέλφια μου που φύγατε,
γιατί ξέρω όπως κι εσείς τι θα πει πόνος και φόβος,
μα εγώ είχα ένα φόβο πιο μεγάλο απ’ τον πόνο και το φόβο σας,
όχι μονάχα το φόβο του κορμιού μου, μα το φόβο της ψυχής μου….
Ολα είναι τόσο δύσκολα,
κι ίσως για τούτο ν’ αξίζουν. Ομως δε θα μπορούσα
να περπατήσω με κομμένα τα γόνατα της ψυχής μου.
Συγχωράτε με. Γεια σας.
Οι επώδυνες ταλαντεύσεις και οι εσωτερικές συγκρούσεις σε κάθε άνθρωπο, προπαντός σ’ εκείνον που διάλεξε να είναι υποκείμενο και όχι αντικείμενο της Ιστορίας, αποτελεί ένα από τα αγαπημένα θέματα και από τα πιο δυνατά σημεία στα μη εγερτήρια και λιγότερο γνώριμα έργα του Ρίτσου, γραμμένα μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας και τις εξελίξεις που ακολούθησαν το 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα. Η για πολλά χρόνια περιορισμένη ενασχόληση των κομμουνιστών με αυτό το μεγάλο κομμάτι της ποίησης του Ρίτσου άφησε περιθώρια στην ευρύτερη διάδοση αστικών και οπορτουνιστικών ερμηνειών της, που καταλήγουν τελικά στη διχοτόμησή του: Από ‘δώ ο ποιητής Ρίτσος, ωραίος, σπουδαίος, μεγάλος, γιατί ασχολείται με τα θέματα του αιώνιου ανθρώπου, τα υπαρξιακά, όπως η φθορά, ο θάνατος, ο έρωτας, υπακούοντας στα εσωτερικά του οράματα κι από κει ο απλοϊκός, μονοδιάστατος, παρωχημένος κομματικός Ρίτσος της κοινωνικοπολιτικής στιχουργίας, που «δεν αξίζει ούτε όσο το χαρτί που γράφτηκε».
Είναι όμως έτσι; Ο Ρίτσος για παράδειγμα της «Καντάτας για τη Μακρόνησο» είναι άλλος από τον Ρίτσο της «Σονάτας του Σεληνόφωτος»;
Η ίδια η «Σονάτα του Σεληνόφωτος» δίνει την απάντηση στο ερώτημα αυτό. Δεν είναι τυχαίο ότι το κεντρικό πρόσωπο του ποιήματος, μια συνηθισμένη γυναίκα της εποχής μας, η γυναίκα με τα μαύρα, είναι και ποιήτρια, που σε προχωρημένη ηλικία συνειδητοποιεί το ανώφελο της ιδεαλιστικής, θρησκευτικής κοσμοθεωρίας της. Ετσι, μέσα της μαίνεται μια πάλη ανάμεσα στη μοναχικότητα και την εσωτερικότητα του παλιού τρόπου σκέψης και ζωής της και την ανάγκη της να πολεμήσει το φόβο της φθοράς, της παρακμής και του θανάτου, ζητώντας από έναν νεαρό ποιητή της κοινωνικής ποίησης, να την πάρει μαζί του έξω, στην πολιτεία, στα κοινά ενδιαφέροντα και προβλήματα της πραγματικής ζωής.
Στη «Σονάτα», βέβαια, η ιδέα αυτή γονιμοποιείται μέσα από ένα πλήθος άλλων προεκτάσεων με δεσπόζουσα την καταλυτική κριτική στην αστική κοινωνία, που η σήψη της ακρωτηριάζει, τσακίζει, χαμηλώνει τον άνθρωπο, καθιστώντας τον μοναχικό, άχρηστο για τους συνανθρώπους του, ανέραστο ακόμη και στο συζυγικό του κρεβάτι, όπως η γυναίκα με τα μαύρα. Παράλληλα, αναδείχνονται οι βαθιές χαρακιές που αφήνει στη συνείδηση του ανθρώπου ο παλιός κόσμος και η δυσκολία να εξαλειφθούν, ειδικά όταν υπάρχει – όπως στο νεαρό κοινωνικό ποιητή – ανυπομονησία και εύκολοι χαρακτηρισμοί. Στο φόντο όλης της σύνθεσης, όμως, παραμένει η ίδια κεντρική ιδέα, βαθύτερα επεξεργασμένη και γενικευμένη, πως όχι μόνο η κοινωνική ποίηση, αλλά η κοινωνικά χρήσιμη δραστηριότητα και δημιουργία αποτελεί το μόνο μέσο για την υπερνίκηση της φθοράς και του θανάτου σε κάθε του έκφραση, πνευματική, ψυχική, βιολογική, το μόνο πεδίο που μπορεί να ξεδιπλώσει ο άνθρωπος την ανθρωπιά του.
Ο Ρίτσος, σε αυτού του είδους τη στοχαστική και χαμηλόφωνη ποίησή του, δεν ασχολείται γενικά και αφηρημένα με τα υπαρξιακά προβλήματα του αιώνιου ανθρώπου (τη φθορά, την κόπωση από χαμένους αγώνες, τα αδιέξοδα, το φόβο, τη μοναξιά κ.λπ.), αλλά με την έκφραση που αυτά παίρνουν στις συγκεκριμένες σύγχρονες κοινωνικο-ιστορικές συνθήκες.
Η πρόθεση του ποιητή σ’ αυτήν τη μη ηρωική ποίησή του είναι να αποδοθεί η πραγματικότητα σε συνθήκες υποχώρησης του κινήματος ρεαλιστικά: Χωρίς επιπόλαιους συναισθηματισμούς, μεγαλοστομίες, σχηματικότητα και βολικές απλουστεύσεις. Κι αυτό όχι για να υποταχτούμε στην πραγματικότητα, αλλά για να μπορέσουμε πιο ώριμα να την αντιμετωπίσουμε, με βαθύτερη επίγνωση των δυσκολιών της, αλλά και με τη γνώση της διαλεκτικής της ζωής, της κίνησης μέσα στην επιφανειακή ακινησία. Η απάντηση του Ρίτσου στις εσωτερικές αντιφάσεις δεν είναι η αμφισβήτηση της κομμουνιστικής κοσμοθεωρίας, αλλά η πιο γόνιμη επιβεβαίωσή της, ένα μέγα ΝΑΙ, καρπός βαθύτερης επεξεργασίας και περισυλλογής.
Χαρακτηριστικό του αγώνα του για να βγούμε πιο δυναμωμένοι από τις ήττες και τις ιστορικές επιβραδύνσεις είναι το τελευταίο ποίημα της συλλογής «Τέταρτη Διάσταση», με τίτλο «όταν έρχεται ο Ξένος».
Ο Ξένος που αντιπροσωπεύει τον ποιητή – οδηγητή, την ποιητική πρωτοπορία της εργατικής τάξης, φτάνει μπαρουτοκαπνισμένος σε ένα σπίτι βυθισμένο στο πένθος. Κανείς δεν ήθελε να τον ακούσει, όπως συχνά συμβαίνει στις δύσκολες ιστορικές καμπές.
Ο Ξένος όμως συνέχιζε πιο πέρα…
Είναι πάντα μια γέννηση, –τους είπε ο Ξένος–
κι ο θάνατος μια πρόσθεση, όχι αφαίρεση. Τίποτα δε χάνεται… Ολα δικά μας. Ολα του κόσμου ετούτου. Και τους νεκρούς μας τους κουβαλάμε μέσα μας, χωρίς ο χώρος να στενεύει, χωρίς να βαραίνουμε. Συνεχίζουμε τη ζωή τους απ’ τις βαθιές στοές και τη σέρνουμε σε ρίζες. Τη δική τους ζωή, τη δική μας ακέρια μες τον ήλιο.
Και όλα αυτά μπορούμε να τα συναισθανθούμε, αρκεί να ξεφύγουμε από τον ατομικό χρόνο και να αναγνωρίσουμε το γενικό ανθρώπινο χρόνο, την ιστορική συνέχεια. Τότε θα συνειδητοποιήσουμε πόσο μικρές λεπτομέρειες είναι οι προσωρινές ήττες, πόσο ανώφελες είναι οι απογοητεύσεις κι οι αγωνίες μας και θα λάμψει μπροστά μας ολόκληρη η ανθρώπινη πορεία, σα μεγάλος ποταμός που χύνεται στο φως. Γιατί, για τον Ρίτσο ολόκληρη η ζωή, ολόκληρη η ιστορία της ανθρωπότητας δεν είναι κύκλος, μια μάταιη επανάληψη λαθών κι αποτυχιών, αλλά μια συνέχεια σε υψηλότερο κάθε φορά επίπεδο, μια σπείρα, μια ανερχόμενη, ανελισσόμενη σπείρα, όλο και πιο πάνω, όλο και πιο πάνω, που δεν έχει τέλος…. Και τότε όλοι κατάλαβαν πως αυτός ο Ξένος, ήταν ο πιο δικός τους.
Στο ποίημα αυτό αμέσως μπορεί να αναγνωρίσει κανείς το στίχο του θρυλικού «Επιτάφιου» Γιε μου εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι / μέσα στις φλέβες ολουνών έμπα βαθιά και ζήσε, ή ακόμη καλύτερα το δυνατό επίλογο του Γιε μου στ’ αδέλφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου/ σου παίρνω το τουφέκι σου, κοιμήσου εσύ παιδί μου, ανεβασμένο όμως σε γενικότερο, καθολικό επίπεδο. Η ιδέα ότι ένας ηρωικός θάνατος δίνει νέα ορμή στην πάλη για την κοινωνική απελευθέρωση έχει διευρυνθεί με τη σκέψη ότι κάθε θάνατος, θυσία, απώλεια, ήττα είναι και γέννηση μιας βελτιωμένης, ανώτερης προσπάθειας στην ανηφορική πορεία της ανθρωπότητας προς τον ήλιο του αταξικού μέλλοντός της.
Με λίγα λόγια, η σωστή ανάγνωση και κατανόηση του έργου του Ρίτσου προϋποθέτει την αντιμετώπισή του σαν ενιαίο, αδιαίρετο και ανοδικό σύνολο από το μέρος στο όλον. Οταν κανείς απομονώνει την εγερτήρια ή την εσωτερική πλευρά αδυνατεί να συλλάβει και να χαρεί το μεγαλείο της ποίησής του, που είναι «οδηγός μάχης και ευτυχίας» όχι μονάχα για τις περιόδους όξυνσης της ταξικής πάλης, αλλά παντός καιρού, όπως στις σημερινές συνθήκες της αντεπανάστασης.
Γιατί το είπαμε, αυτός ο Ξένος συνέχιζε πιο πέρα …και ήταν ο πιο δικός μας.
Ἡ σονάτα τοῦ σεληνόφωτος
Ἀνοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιοῦ σπιτιοῦ. Μιὰ ἡλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στὰ μαῦρα μιλάει σ᾿ ἕναν νέο. Δὲν ἔχουν ἀνάψει φῶς. Ἀπ᾿ τὰ δυὸ παράθυρα μπαίνει ἕνα ἀμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα νὰ πῶ ὅτι ἡ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα ἔχει ἐκδώσει δυό-τρεῖς ἐνδιαφέρουσες ποιητικὲς συλλογὲς θρησκευτικῆς πνοῆς. Λοιπόν, ἡ Γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα μιλάει στὸν νέο.
Ἄφησέ με ναρθῶ μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε! Εἶναι καλὸ τὸ φεγγάρι, – δὲ θὰ φαίνεται ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου. Τὸ φεγγάρι θὰ κάνει πάλι χρυσὰ τὰ μαλλιά μου. Δὲ θὰ καταλάβεις. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Ὅταν ἔχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οἱ σκιὲς μὲς στὸ σπίτι, ἀόρατα χέρια τραβοῦν τὶς κουρτίνες, ἕνα δάχτυλο ἀχνὸ γράφει στὴ σκόνη τοῦ πιάνου λησμονημένα λόγια – δὲ θέλω νὰ τ᾿ ἀκούσω. Σώπα.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου λίγο πιὸ κάτου, ὡς τὴ μάντρα τοῦ τουβλάδικου, ὡς ἐκεῖ ποὺ στρίβει ὁ δρόμος καὶ φαίνεται ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μὲ φεγγαρόφωτο τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη, τόσο θετικὴ σὰν μεταφυσικὴ ποὺ μπορεῖς ἐπιτέλους νὰ πιστέψεις πὼς ὑπάρχεις καὶ δὲν ὑπάρχεις πὼς ποτὲ δὲν ὑπῆρξες, δὲν ὑπῆρξε ὁ χρόνος κ᾿ ἡ φθορά του. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
(…)
Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο. Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Φορές-φορές, τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει, ἔχω τὴν αἴσθηση πὼς ἔξω ἀπ᾿ τὰ παράθυρα περνάει ὁ ἀρκουδιάρης μὲ τὴν γριὰ βαριά του ἀρκούδα μὲ τὸ μαλλί της ὅλο ἀγκάθια καὶ τριβόλια σηκώνοντας σκόνη στὸ συνοικιακὸ δρόμο ἕνα ἐρημικὸ σύννεφο σκόνη ποὺ θυμιάζει τὸ σούρουπο καὶ τὰ παιδιὰ ἔχουν γυρίσει σπίτια τους γιὰ τὸ δεῖπνο καὶ δὲν τ᾿ ἀφήνουν πιὰ νὰ βγοῦν ἔξω μ᾿ ὅλο ποὺ πίσω ἀπ᾿ τοὺς τοίχους μαντεύουν τὸ περπάτημα τῆς γριᾶς ἀρκούδας -κ᾿ ἡ ἀρκούδα κουρασμένη πορεύεται μὲς στὴ σοφία τῆς μοναξιᾶς της, μὴν ξέροντας γιὰ ποῦ καὶ γιατί -ἔχει βαρύνει, δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ χορεύει στὰ πισινά της πόδια δὲν μπορεῖ νὰ φοράει τὴ δαντελένια σκουφίτσα της νὰ διασκεδάζει τὰ παιδιά, τοὺς ἀργόσχολους τοὺς ἀπαιτητικοὺς καὶ τὸ μόνο ποὺ θέλει εἶναι νὰ πλαγιάσει στὸ χῶμα ἀφήνοντας νὰ τὴν πατᾶνε στὴν κοιλιά, παίζοντας ἔτσι τὸ τελευταῖο παιχνίδι της, δείχνοντας τὴν τρομερή της δύναμη γιὰ παραίτηση, τὴν ἀνυπακοή της στὰ συμφέροντα τῶν ἄλλων, στοὺς κρίκους τῶν χειλιῶν της, στὴν ἀνάγκη τῶν δοντιῶν της, τὴν ἀνυπακοή της στὸν πόνο καὶ στὴ ζωὴ μὲ τὴ σίγουρη συμμαχία τοῦ θανάτου -ἔστω κ᾿ ἑνὸς ἀργοῦ θανάτου- τὴν τελική της ἀνυπακοὴ στὸ θάνατο μὲ τὴ συνέχεια καὶ τὴ γνώση τῆς ζωῆς ποὺ ἀνηφοράει μὲ γνώση καὶ μὲ πράξη πάνω ἀπ᾿ τὴ σκλαβιά της(…)
«Α, φεύγεις; Καληνύχτα.» Ὄχι, δὲ θἄρθω. Καληνύχτα. Ἐγὼ θὰ βγῶ σὲ λίγο. Εὐχαριστῶ. Γιατί ἐπιτέλους, πρέπει νὰ βγῶ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ τσακισμένο σπίτι. Πρέπει νὰ δῶ λιγάκι πολιτεία, -ὄχι, ὄχι τὸ φεγγάρι – τὴν πολιτεία μὲ τὰ ροζιασμένα χέρια της, τὴν πολιτεία τοῦ μεροκάματου, τὴν πολιτεία ποὺ ὁρκίζεται στὸ ψωμὶ καὶ στὴ γροθιά της τὴν πολιτεία ποὺ ὅλους μας ἀντέχει στὴν ράχη της μὲ τὶς μικρότητές μας, τὶς κακίες, τὶς ἔχτρες μας, μὲ τὶς φιλοδοξίες, τὴν ἄγνοιά μας καὶ τὰ γερατειά μας,-ν᾿ ἀκούσω τὰ μεγάλα βήματα τῆς πολιτείας, νὰ μὴν ἀκούω πιὰ τὰ βήματά σου μήτε τὰ βήματα τοῦ Θεοῦ, μήτε καὶ τὰ δικά μου βήματα. Καληνύχτα.
Τὸ δωμάτιο σκοτεινιάζει…
Σὲ λίγο, ὁ Νέος θὰ σωπάσει, θὰ σοβαρευτεῖ καὶ θὰ πεῖ «Ἡ παρακμὴ μιᾶς ἐποχῆς». Ἔτσι, ὁλότελα ἥσυχος πιά, θὰ ξεκουμπώσει πάλι τὸ πουκάμισό του καὶ θὰ τραβήξει τὸ δρόμο του.
Ὅσο γιὰ τὴ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα, δὲν ξέρω ἂν βγῆκε τελικὰ ἀπ᾿ τὸ σπίτι. Τὸ φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Καὶ στὶς γωνιὲς τοῦ δωματίου οἱ σκιὲς σφίγγονται ἀπὸ μίαν ἀβάσταχτη μετάνοια, σχεδὸν ὀργή, ὄχι τόσο γιὰ τὴ ζωὴ ὅσο γιὰ τὴν ἄχρηστη ἐξομολόγηση. Ἀκοῦτε; τὸ ραδιόφωνο συνεχίζει.
Εργογραφία
Ποιήματα
- «Τρακτέρ» (1934)
- «Πυραμίδες» (1935)
- «Επιτάφιος» (1936)
- «Το τραγούδι της αδελφής μου» (1937)
- «Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα» (1937)
- «Εαρινή συμφωνία» (1938)
- «Το εμβατήριο του ωκεανού» (1940)
- «Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής» (1943)
- «Δοκιμασία» (1943)
- «Ο σύντροφός μας» (1945)
- «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο» (1952)
- «Αγρύπνια» (1954)
- «Πρωινό άστρο» (1955)
- «Η σονάτα του σεληνόφωτος» (1956)
- «Χρονικό» (1957)
- «Αποχαιρετισμός» (1957)
- «Χειμερινή διαύγεια» (1957)
- «Πέτρινος χρόνος» (1957)
- «Οι γειτονιές του κόσμου» (1957)
- «Οταν έρχεται ο ξένος» (1958)
- «Ανυπόταχτη πολιτεία» (1958)
- «Η αρχιτεκτονική των δέντρων» (1958)
- «Οι γερόντισσες κ’ η θάλασσα» (1959)
- «Υδρία» (1957)
- «Το παράθυρο» (1960)
- «Η γέφυρα» (1960)
- «Ο Μαύρος Αγιος» (1961)
- «Το νεκρό σπίτι» (1962)
- «Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού» (1962)
- «Το δέντρο της φυλακής και οι γυναίκες» (1963)
- «12 ποιήματα για τον Καβάφη» (1963)
- «Μαρτυρίες Α» (1963)
- «Παιχνίδια τ’ ουρανού και του νερού» (1964)
- «Φιλοκτήτης» (1965)
- «Ρωμιοσύνη» (1966)
- «Μαρτυρίες Β» (1966)
- «Ορέστης» (1966)
- «Όστραβα» (1967)
- «Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα» (1972)
- «Η Ελένη» (1972)
- «Χειρονομίες» (1972)
- «Τέταρτη διάσταση» (1972)
- «Η επιστροφή της Ιφιγένειας» (1972)
- «Χρυσόθεμις» (1972)
- «Ισμήνη» (1972)
- «18 Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας» (1973)
- «Διάδρομος και σκάλα» (1973)
- «Γκραγκάντα» (1973)
- «Σεπτήρια και Δαφνηφόρια» (1973)
- «Ο αφανισμός της Μήλος» (1974)
- «Υμνος και θρήνος για την Κύπρο» (1974)
- «Καπνισμένο τσουκάλι» (1974)
- «Κωδωνοστάσιο» (1974)
- «Χάρτινα» (1974)
- «Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη» (1974)
- «Η Κυρά των Αμπελιών» (1975)
- «Η τελευταία προ Ανθρώπου Εκατονταετία» (1975)
- «Τα επικαιρικά» (1975)
- «Ημερολόγιο εξορίας» (1975)
- «Μαντατοφόρες» (1975)
- «Θυρωρείο» (1976)
- «Το μακρινό» (1977)
- «Γιγνεσθαι» (1977)
- «Βολιδοσκόπος» (1978)
- «Τοιχοκολλητής» (1978)
- «Τροχονόμος» (1978)
- «Η Πύλη» (1978)
- «Το σώμα και το αίμα» (1978)
- «Μονεβασιώτισσες» (1978)
- «Το τερατώδες αριστούργημα» (1978)
- «Φαίδρα» (1978)
- «Λοιπόν;» (1978)
- «ο ρόπτρο»(1978)
- «Γραφή Τυφλού» (1979)
- «Αναστάσιμο Μνημόσυνο» (1980)
- «Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού» (1980)
- «Διαφάνεια» (1980)
- «Πάροδος» (1980)
- «Μονόχορδα» (1980)
- «Τα ερωτικά» (1981)
- «Συντροφικά τραγούδια» (1981)
- «Υπόκωφα» (1982)
- «Μονοβασιά» (1982)
- «Το χορικό των σφουγγαράδων» (1983)
- «Τειρεσίας» (1983)
- «Με το σκούντημα του αγκώνα» (1984)
- «Ταναγραίες» (1984)
- «Ανταποκρίσεις» (1987)
- «3Χ111 Τρίστιχα» (1987)
- «Αργά πολύ αργά μέσα στη νύχτα» (1991)
Συλλογές
- Ποιήματα – Α τόμος (1961)
- Ποιήματα – Β τόμος (1961)
- 12 ποιήματα για τον Καβάφη (1963)
- Μαρτυρίες – Σειρά 1η (1963)
- Ποιήματα – Γ τόμος (1964)
- Μαρτυρίες – Σειρά 2η (1966)
- 18 Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας (1973)
- Ποιήματα – Δ τόμος (1975)
Θεατρικά
- Μια γυναίκα πλάι στη θάλασσα (1942)
- Πέρα απ’τον ίσκιο των κυπαρισσιών (1947)
- Τα ραβδιά των τυφλών (1959)
- Ο λόφος με το συντριβάνι
Μεταφράσεις
- Α.Μπλόκ: Οι δώδεκα (1957)
- Ανθολογία Ρουμανικής ποίησης (1961)
- Αττίλα Γιόζεφ: Ποιήματα (1963)
- Μαγιακόφσκι: Ποιήματα (1964)
- Ντόρας Γκαμπέ: Εγώ, η μητέρα μου και ο κόσμος (1965)
- Ιλία ‘Ερεμπουργκ: Το δέντρο (1966)
- Ναζίμ Χικμέτ: Ποιήματα (1966)
- Ανθολογία Τσέχων και Σλοβάκων ποιητών (1966)
- Νικόλας Γκιλλιέν: Ο μεγάλος ζωολογικός κήπος (1966)
- Α.Τολστόη : Η γκρινιάρα κατσίκα (1976)
- Φ.Φαριάντ: Ονειρα με χαρταετούς και περιστέρια (1988)
- Χο τσι Μινχ: Ημερολόγιο της φυλακής
Ταξιδιωτικά
- Εντυπώσεις από τη Σοβιετική Ένωση (1956)
- Ιταλικό τρίπτυχο (1982)
Επιμέλεια (επιλογής κειμένων) |> Γιάννης Παπαγιάννης