Γιάννης Σκαρίμπας: Ο ταπεινότατος

Ο Γιάννης Σκαρίμπας το 1975
Ο Γιάννης Σκαρίμπας το 1975

Γιάννης Σκαρίμπας

«Γεννήθηκα το 1893 στο χωριό Αγια-Θυμιά της Παρνασσίδος – πρώην Δήμου Μυωνίας. Το δημοτικό μου σκολειό το πέρασα στην Ιτέα των Σαλώνων. Το Σχολαρχείο στο Αίγιο και το Γυμνάσιο στην Πάτρα. Εδώ (στη Χαλκίδα) ελθόντας για στρατιώτης (κληρωτός) το 1914 παντρεύτηκα (… εξ έρωτος). Έκτοτε, σχεδόν δεν ‘‘το κούνησα’’ από την πόλη ετούτη = τη Χαλκίδα. Έκανα οικογένεια (παιδιά, νύφες κι εγγόνια) και μνέσκω ακόμα, γράφοντας Λογοτεχνία και Ιστορία. Αλλά και Ποίηση και Θέατρο.

Τώρα υπέρ τα 84 μου χρόνια γεγονώς, εφησυχάζω (σχεδόν μόνος) στο σπιτάκι μου, ζων ‘‘αεί -μη- διδασκόμενος’’, εν αναμονή του ‘‘εσχάτου-μου-μαθήματος’’, ευχαριστώντας εκείνο που ονομάζουμε Θεό, ‘‘για τα βουνά και για τα δάση που είδα…’’ (του Ζαχ. Παπαντωνίου).

Και για το ακριβές των παραπάνω αυτών μου ασημάντων, υπογράφομαι,

ο ταπεινότατος

Γιάννης Σκαρίμπας

(Χαλκίδα, 1975)»

Αυτά έγραψε ο Σκαρίμπας, για τον Σκαρίμπα.

Όμως, τα αυτοβιογραφικά σημειώματα του Σκαρίμπα αλληλοαναιρούνται ως προς τις πληροφορίες γύρω από τον τόπο και το χρόνο γέννησής του. Μετά από έρευνες, αφότου πέθανε, ο Γιάννης Σκαρίμπας γεννήθηκε το 1893 στο Αίγιο της Αχαΐας, γιος του Ευθύμιου Σκαρίμπα και της Ανδρομάχης το γένος Λιάκου Σκαρτσίλα. Ο πατέρας του ήταν πληβείος, η μητέρα του όμως καταγόταν από αρχοντική γενιά και ήταν μορφωμένη. Είχε μια μικρότερη αδερφή την Καλλιόπη (γεν. το 1915) που ασχολήθηκε με την ποίηση. Το 1906 αποφοίτησε από το αλληλοδιδακτικό Δημοτικό σχολείο της Ιτέας. Μετά από παρακίνηση του δασκάλου του λόγω των υψηλών επιδόσεών του ο μικρός Γιάννης γράφτηκε στο Ελληνικό Σχολείο του Αιγίου, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του, το 1908 και παράλληλα πήρε πτυχίο από τη μέση δασική σχολή της πόλης.

Το 1912 εργάστηκε ως διευθυντής λογιστηρίου στο υποκατάστημα της γερμανικής εταιρείας Singer στην Πάτρα. Στο τέλος του επόμενου χρόνου στρατεύτηκε και έλαβε μέρος στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου βρέθηκε στο μακεδονικό μέτωπο, όπου τραυματίστηκε στον αυχένα και παρασημοφορήθηκε.

Τον Οκτώβρη του 1916 πήρε άδεια και επέστρεψε στην Αγία Ευθυμία. Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου απαλλάχτηκε των στρατιωτικών του καθηκόντων καθώς είχε πετύχει σε ένα διαγωνισμό τελωνοφυλάκων. Το 1919 τοποθετήθηκε στο τελωνείο της Χαλκίδας και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τον ίδιο χρόνο παντρεύτηκε την Ελένη Κεφαλινίτη (με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά) και μετά το γάμο του αποσπάστηκε στο τότε νεοσύστατο τελωνείο της Ερέτριας, όπου έμεινε ως το 1922.

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ερέτρια ο Σκαρίμπας είχε ολοκληρώσει τα εννιά πρώτα διηγήματά του, όμως, η συνειδητή του ενασχόληση με τη λογοτεχνία χρονολογείται από την επιστροφή του στη Χαλκίδα.

Έχοντας βιώσει από τα μικράτα του στην Αγια-Θυμιά τη λαϊκή μας παράδοση και μαγευτεί από την ομορφιά του δημοτικού μας τραγουδιού, το ανήσυχο και ανυπότακτο πνεύμα του τον ωθεί σε νέες αναζητήσεις.

Ο Πόε, ο Χάμσουν, ο Ντοστογιέφσκι, ο Ίψεν, ο Ουάιλντ, ο Παπαδιαμάντης, ο Βιζυηνός, ο Σολωμός και άλλοι μεγάλοι συγγραφείς, μαζί με τα σύγχρονα αισθητικά ρεύματα της Ευρώπης του προσφέρουν ιδέες και τροφή για το έργο του, αλλά και του κεντρίζουν το ενδιαφέρον να υπερβεί τους ως τότε ορίζοντες των λογοτεχνικών γραφών και να τις ταξιδέψει σε πολύ διαφορετικούς και πρωτόγνωρους συγγραφικούς δρόμους.

Η πρώτη επίσημη εμφάνισή του στη λογοτεχνία πραγματοποιήθηκε το 1929 με τη δημοσίευση του διηγήματος του «Στις πετροκολόνες στο λιμάνι» και τη βράβευσή του στον πανελλήνιο διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού του Κώστα Μπαστιά Ελληνικά Γράμματα για το έργο του «Καπετάν Σουρμελής ο Στουραΐτης», που έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από την κριτική επιτροπή (Μπαστιάς, Φώτης Κόντογλου, Κώστας Καρθαίος και Λέων Κουκούλας).

Το 1930 εξέδωσε την πρώτη συλλογή διηγημάτων του με τίτλο Καϋμοί στο Γρυπονήσι.

Απόσπασμα από το έργο:

«…Εκεί στο «ΠΑΝΤΩΠΟΛΗΟΝ Η ΑΦΗΛΩΚΕΡΔΥΑ» στάθηκε τ’ αμάξι καρσί στα παρεθύρια της Μπαρούτενας (της μάνας της περιπόθητης Αννίκας) της ξεβασκάστρας, της ξορκίστρας, πούχε σώσει κόσμο και κοσμάκι, ζωντανά κι ανθρώπους, ξορκίζοντας το μάτι, το λαιμό, τ’ ανεμοπύρωμα, τις μαγουλήθρες, τη λούγκα και τη σπλήνα· τη χρυσή, τη μυρμηρία, την πεντέρουγα, την τρογυρίστρα, την κλαπάτσα, τ’ ακονάκι, τ’ ανεμογκάστρι και την κόρυζα… Μάλαμα γυναίκα, σωτήρια. Σκέσεις με το Θεό και τσου αγίους είχε, με τσου δαιμόνους είχε παρτίδες και φιλίες. Μάνα της κασίδας ήταν αυτή για πάσα αρρώστια –Μπαρούτενα με τ’ όνομα.

Ξόρκιζε με τον απήγανο, σταύρωνε με το αλάτι. Φύσαε και μουρμούριζε, με τα σαράντα κύματα ομίλει. Μάραθο μάσαε και κύμινο, αλαφοκέρατο έτριβε, τεσσερομάτικου σκυλιού την τρίχα έψενε. Στό σταυροδρόμι νύχτα με φεγγάρι έλυνε τα μάγια. Ένα μπουκλί απ’ τα μαλλιά σου έπαιρνε, απ’ το πουκάμισο σου ένα κομμάτι. Μέλεγο και απέλινο σε πότιζε. Μανόγαλα και βοτάνι της αγάπης. Σε σταύρωνε, σε ξόρκιζε, σε γήτευε. Μιά καρφίτσα από το χέρι σου σού ζήταε, μιά ψείρα απ’ τα κορμί σου.

Και τέλειωνε.

Οι κακιωμένοι αγαπιόντουσαν. Οι χωρισμένοι ξανάσμιγαν.

Παντρεύονταν οι άμοιρες. Οι άσκημοι ομόρφαιναν. Αρνάκια γίνονταν οι αράθυμοι, θεόστραβοι οι ζηλιάρηδες. Ούλο και σερνικά αράδιαζαν οι νιόπαντρες, δεν ξαναθάφταν πια παιδί οι χασομάνες. Το γάλα ποτάμι κατέβαζαν οι γκίτικες. Οι αλαφροΐσκιωτοι – νυχτιάρηδες γινόσαν…

Ψες προψές, τη λούγκα γήτεψε του Μπαρδέλια.

Μαυρομάνικο μαχαίρι πήρε στο χέρι της, τους τέσσερες ανέμους εφύσηξε και σταύρωσε. Τον κυρίαρχο της γης και τ’ ουρανού επικαλέστηκε, τον αρχηγό των σκοτεινών δυνάμεων εμαύλισε απ’ τον Άδη.

Και είπε. Είπε μουρμουριστά, καμμύοντας τα βλέφαρα, αναστρέφοντας τις κόρες των ματιώ τση:

«Γουστερίτσα και φαλάγγι πιάσανε τον αϋφαντάκοκαιτονπήγανστορουμάνικειπουοήλιοςδεντονφτάνει,ούτεβόγγεραςήασκίθιήτομαύροσαμιαμίθι.Ασηκώσανεμιάπέτραπούτανεεξήνταμέτρακ’επλακώσαναπόκάτωτοσπυρίτοναϋφαντάκο,τοσπυράκι, το μαυράκι, την οχιά το μαύρο φίδικαι τον Γιάννη το πονίδιπάσαβόγκο, πάσαβούγκα, πάσαφουσκωμένηλούγκα»…

Αυτό ήταν. Ένα κ’ ένα…»

Όμως ποιός θα του γιάτρευε τον καϋμό που τούχε ανάψει η κόρη της η Αννίκα;…»

Στροφή στην μέχρι τότε πορεία του αποτέλεσε το επόμενο έργο που εξέδωσε (1932) με τίτλο Το θείο Τραγί και εμφανείς επιρροές από το γαλλικό σουρεαλισμό. Απόσπασμα εδώ:

«…Ο κάμπος πρασίνιζε, τα νερά κελαρούσαν, βαριές λιχουδιές άπιστων χταποδιών του γιαλού αναδίναν οι πόρτες (…) Τόπους – τόπους ο κάμπος στο βάθος άχνιζ’ αλαφρά (…) Δω και κει στα χωράφια τους οι κολλήγοι δουλεύαν. Πρασίνιζαν τα γρασίδια, εβόσκανε τ’ άλογα. Είχα φτάσει στο ρέμα (…)Από δώ και κάτω άρχιζε ο λόγγος. Ενας ελαιώνας απέραντος. Τι δάσος! Τι δάσος! (…) Ελεγα αν είχα δικαίωμα θάκανα αυτό το λόγγο παράδεισο (…). Στο ποταμάκι οι καλαμιώνες φουντώσανε και έχουν ανθίσει οι ροδοδάφνες στις όχτες (…) Πατώντας αλαφρά στη σιωπή των πραγμάτων – ριγηλές μεσ’ στα μαύρα τους – οι νύχτες έρχουνται. Οι ουρανοί χαμηλώνουνε. Κάθουμαι και παρατηρώ τους ορίζοντες, στένω αφτί ούλη νύχτα, αφιγκράζομαι των νερών το κελάρυσμα, σφυγμομετρώ το καρδιοχτύπι της παύσης».

……………………………………

«Ξόρκιζα με τον απήγανο, και σταύρωνα με το αλάτι, έλεγα: “εξορκίζω σε τον αρχέκακον της βλασφημίας, τον αρχηγόν της ανταρσίας και αυτουργόν της πονηρίας” και λιβάνιζα, “εξορκίζω σε τον εκριφθέντα εκ της άνω φωτοφορίας και σκότει βυθού κατενεχθέντα δια την έπαρσιν” κ’ έφτυνα, “ορκίζω σε πνεύμα ακάθαρτον κατά θεού Σαβαώθ και πάσης στρατιάς αγγέλων θεού, Αδωνάι, Ελωί, έξελθε και αποχώρησον από του σταύλου μας τούτου” και τράβαγα τη μύξα μου απάνω του, “φοβήθητι, φύγε, δραπέτευσον, αναχώρησον, δαιμόνιον ακάθαρτον και εναγές, καταχθόνιον, βύθιον, απατηλόν, άμορφον” και γύριζα και τον έκλανα.»

Ακολούθησε ο Μαριάμπας που αντιμετωπίστηκε από την κριτική ως αριστούργημα. Δείγμα από αυτό το έργο του στο απόσπασμα:

«Αποβραδύς ένα μισοφέγγαρο ανάστροφο πάνω από στέγες και βράχους έκανε κάτι πράγματα αλλόκοτα. Είχ’ ανάψει έναν τσιγάρο παράξενο (κι) απόνα μακρυνό συννεφάκι, έκλεινε πονηρά το ματάκι του. Καθρεφτίζονταν τόσο κωμικά μες στη θάλασσα, που ύστερα χαμογελούσε μοναχό του. Το νινί!

Τ’ αστέρια τρεμόσβαιναν. Στην κατάμαυρη έκταση κράδαιναν ζωντανά τις κεραίες των σαν να κολυμπούσαν στο χάος. Είναι πολύ ωραία παιδιά στη Χαλκίδα. Όταν κρυφά πλημμυρούν τα μεσάνυχτα, οι νύχτιες αύρες φυσάνε. Είναι η ώρα που τα εισιτήρια αναπαύονται και δυο τρεις παν κι ερχόνται. Τότε, είσαι ‘‘Ρόδον το αμάραντον!’’»

Το 1936 τυπώθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Ουλαλούμ.

Ήταν σα να σε πρόσμενα Κερά απόψε που δεν έπνεε έξω ανάσα, κι έλεγα: Θά ’ρθει απόψε απ’ τα νερά κι από τα δάσα.

Θά ’ρθει, αφού φλετράει μου η ψυχή, αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι και θα μυρίζει ήλιο και βροχή και νειο φεγγάρι . . .

Και να, το κάθισμά σου σιγυρνώ, στολνώ την κάμαρά μας αγριομέντα, και να, μαζί σου κιόλας αρχινώ χρυσή κουβέντα:

. . . Πως – να, θα μείνει ο κόσμος με το «μπα» που μ’ έλεγε τρελόν πως είχες γίνει καπνός και – τάχας – σύγνεφα θαμπά προς τη Σελήνη…………………………….

Νύχτωσε και δεν φάνηκες εσύ· κίνησα να σε βρω στο δρόμο – ωιμένα – μα σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα) χρυσή κι εσύ με μένα.

Τόσο πολύ σ’ αγάπησα Κερά, που άκουγα διπλά τα βήματα μου! Πάταγα γω – στραβός – μες στα νερά; κι εσύ κοντά μου…

Το μελοποίησε ο Νικόλας Άσιμος.

Όπως γίνεται αντιληπτό, ασχολήθηκε με όλα σχεδόν τα είδη του γραπτού λόγου, δημιουργώντας έργα αιφνιδιαστικά, πρωτότυπα, ανεξάρτητα από σχολές και ρεύματα, μνημεία μιας προσωπικής τέχνης και υλικά μιας δικής του μυθολογίας. Με γλώσσα ιδιότυπη και ύφος εντελώς προσωπικό, ο καυστικός, ανατρεπτικός, ευφάνταστος, πρωτοπόρος συγγραφέας, υπήρξε μοναδική αλλά και πολυδιάστατη φυσιογνωμία των Ελληνικών Γραμμάτων.

Την επόμενη χρονιά θα ηγηθεί της σύνταξης και της έκδοσης των Νεοελληνικών Σημειωμάτων με την πίεση των πραγμάτων να σταματά το εγχείρημα στα πέντε όλα κι όλα τεύχη κυκλοφορίας του περιοδικού.

Στη γονιμότερη και ουσιαστικότερη αυτή περίοδο της συγγραφικής του ζωής ο Σκαρίμπας θα προσφέρει στα νεοελληνικά μας γράμματα Το σόλο του Φίγκαρο, αλλά και άλλα του αφηγηματικά ή θεατρικά του έργα, τα οποία κατά καιρούς και σύμφωνα με την πάγιά του τακτική θα επεξεργαστεί και τροποποιήσει και είτε θα τα εμφανίσει αργότερα (Το Βατερλώ δυο γελοίων) είτε θα τα καταχωνιάσει σε κάποια συρτάρια, οπότε οι επιγενόμενοι τα ανέσυραν για να τα αποδώσουν στο αναγνωστικό κοινό (όπως το θεατρικό Βατερλώ δυο γελοίων) είτε αδημοσίευτα ως σήμερα παραμένουν (όπως οι θεατρικές του δημιουργίες Μαριάμπας και Γαλατάδες).

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, που η πείνα παρά λίγο να στερήσει τη ζωή του ιδίου και μελών της οικογενείας του (στράφηκε και προς το προς το ελληνικό θέατρο σκιών, δίνοντας μάλιστα και παραστάσεις στις κατοπινές δεκαετίες. Προϊόν της δραστηριότητας είναι ο Αντικαραγκιόζης του ο Μέγας και η παραγωγή των περιώνυμων καραγκιοζοφιγούρων του.

«Το θέμα του Καραγκιόζη δε είναι καμμιά αμελητέα υπόθεση που τάχα μόνο τον παιδόκοσμο ενδιαφέρει, αλλά μια από τις πολύ λαϊκές μας πτυχές (…)», έγραφε ο Σκαρίμπας.

Και προσπάθησε ο ίδιος να υπερασπιστεί αυτή την υπόθεση έμπρακτα. Οργάνωνε παραστάσεις Καραγκιόζη στην αυλή του σπιτιού του (στην οδό Γκομίνη, μετονομασμένη πλέον σε οδό Γ. Σκαρίμπα) με μπερντέ και Καραγκιοζοφιγούρες που κατασκεύαζε μόνος του. Χαρτονόμουτρα τις έλεγε και είναι ιδιόμορφες σαν τη γραφή του, φτιαγμένες από ταπεινά υλικά, όπως στρατζόχαρτα, χασαπόχαρτα, τσιγαρόχαρτα, κουρέλια, κουμπιά κλπ. Στις παραστάσεις του Καραγκιοζοπαίχτης ήταν ο ίδιος και τα σενάρια δικά του.

Οι δημοσιευμένες δυο σχετικές κωμωδίες του, («Ο Καραγκιόζης λαθρέμπορος» και «Ο Καραγκιόζης Γαβγαβγόπουλος», μαζί στο βιβλίο «Αντι-Καραγκιόζης ο Μέγας») και οι σωζόμενες Καραγκιοζοφιγούρες του, είναι απ’ τους αδιάψευστους μάρτυρες της συνεισφοράς του Γ. Σκαρίμπα στην ιστορία του Θεάτρου Σκιών, στην ιστορία του Καραγκιόζη.

Την περίοδο αυτή συγκλονιστική υπήρξε η αντιδικία του με τον Αργύρη Βαλσαμά, ο οποίος δια του τύπου υποστήριξε πως Η γυναίκα του Καίσαρος (που παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία στην κατοχική Χαλκίδα για την ενίσχυση του Σκαρίμπα και αργότερα κυκλοφόρησε ως βιβλίο με τον τίτλο Ο ήχος του κώδωνος), υπήρξε προϊόν αντιγραφής του συγγραφέα από Το βαμμένο πέπλο του Σόμμερσετ Μωμ.

Μετά την απελευθέρωση η συγγραφική και εκδοτική δραστηριότητα του Σκαρίμπα συνεχίστηκε ως τις εσχατιές του βίου του είτε εμφανίζοντας νέα του κείμενα είτε παλαιότερα, που όμως έχουν υποστεί ουσιαστικές ή ανεπαίσθητες παρεμβάσεις από το χέρι του συγγραφέα.

Ο Γιάννης Σκαρίμπας χρονικά τοποθετείται στη γενιά του ’30, οπότε και πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με μια γραφή κοφτερή και πρωτότυπη κατά την υφή και το ύφος, που θεωρείται εντελώς προσωπικό και αμίμητο.

Πιστός στο «εν αρχή ην ο λόγος», φρόντισε ώστε η λογοτεχνική του παραγωγή ως μεγάλη της πρωταγωνίστρια τη γλώσσα να έχει, πασχίζοντας στην με τέχνη αποδόμησή της και στη διατύπωση των νοημάτων του με ένα εντελώς ανατρεπτικό και ιδιότυπο σύστημα γραφής, που συνδυάζει και στοιχεία από τον σουρεαλισμό, τον μοντερνισμό και το παράλογο.

Πλάι στην –άρχουσα του λόγου– γλώσσα, αρωγός στα λογοτεχνικά του παιχνίδια στέκονται οι αφηγηματικές του εμπνεύσεις και τεχνικές με την περίτεχνή τους πλέξη και διαστρωμάτωση. Τακτική, που αφ’ ενός υποδηλώνει σχέσεις πυκνής και στέρεης ύφανσης, σπέρμα βάθους και ουσίας στις γραφές του, αλλά και ώθηση του αναγνώστη σε διαρκή νοητική εγρήγορση, στοχασμό και συμμετοχή στα συγγραφικά του δρώμενα.

Η φιλολογία πλέον τον τοποθετεί στους κύριους εισηγητές και εκφραστές του παράδοξου στον χώρο της νεοελληνικής μας λογοτεχνίας και του θεάτρου του παραλόγου. Μάλιστα, αρκετοί μελετητές τον θεωρούν ως τον πρώτο Έλληνα συγγραφέα του είδους, ενώ ο ίδιος επαιρόμενος, δήλωνε πως προηγήθηκε και του Ιονέσκο και των άλλων εκφραστών του Θεάτρου του Παραλόγου στον ευρωπαϊκό, τουλάχιστον, χώρο.

Ως συγγραφέας ο Σκαρίμπας με αυταπάρνηση, σαρκασμό και καυστικότητα για έξι και πλέον δεκαετίες από την «πεπρωμένη πόλη» του Χαλκίδα δίχως σταματημό στηλίτευε τα κακώς της κοινωνίας κείμενα, τον σκοταδισμό των πνευματικών ιδρυμάτων και τον τελματικό λόγο των λογοτεχνικών κύκλων της πρωτεύουσας, αντιτείνοντας συνάμα τη δική του στοχαστική πρόταση. Γεγονός ετούτο, που συνετέλεσε στον παραγκωνισμό του από τους ψηλοκάπελους φιλολογικούς κύκλους της εποχής του και στην κακόπιστη κριτική πολλών εκ των επαϊόντων.

Πιστός στις αρχές του ο Σκαρίμπας και ακλόνητα πεπεισμένος για τη σημαντικότητα και την αγέραστη υφή του έργου του, δήλωνε απερίφραστα πως: «Εμένα η μάνα Ελλάδα τώρα με κοιλοπονάει!»

Και πράγματι, όσο περνάει ο καιρός ο –κατά δήλωσή του ως ο «χαλκιδεότερος πάντων των Χαλκιδέων», και από το 1935 ο ταυτισμένος με τη Χαλκίδα του– Γιάννης Σκαρίμπας, λογίζεται λαμπρό πνευματικό τέκνο της Ελλάδας, που όλο και περισσότερους φανατικούς αναγνώστες αποκτά, ενώ οι μελετητές του έργου του διαρκώς αυξάνονται, προσεγγίζοντας πολύπλευρα τα συγγραφικά του δημιουργήματα και αναδεικνύοντάς τα φιλολογικά.

Για το ξεχωριστό συγγραφικό του έργο ο Σκαρίμπας ευτύχησε να τιμηθεί τόσο από την Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών (το 1964) όσο και από τον Δήμο Χαλκιδέων με το Χρυσό Μετάλλιο το 1978, καθώς και με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας για το αντιπολεμικό του αφήγημα Φυγή προς τα Εμπρός.

Πλήρης ημερών σε ηλικία 91 ετών, ο Σκαρίμπας έφυγε από τη ζωή στις 21 Ιανουαρίου 1984, πριν από 38 χρόνια. Άφησε την τελευταία του πνοή στην οικία του στην οδό Γκομίνη 8, όπου διέμενε, η οποία κατεδαφίστηκε το 2003. Η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη και ο ενταφιασμός του σε περίοπτη θέση, έξω από το φρούριο του Καράμπαμπα και σε μικρή σχετικά απόσταση από τον οίκο της διαμονής του.

Φύση ανήσυχη, που δεν χώρεσε στη συμβατικότητα, ριζοσπάστης διανοητής και λογοτέχνης, συγγραφέας ελεύθερος, ανυπότακτος και αμίμητος, ο Γιάννης Σκαρίμπας, μάς κληροδότησε ένα πλούσιο και πολύμορφο έργο, που τον κατατάσσει στην πρωτοπορία της ελληνικής λογοτεχνίας. Οπλισμένος με το δραστικό λόγο του, που δεν «χάριζε κάστανα», ο Γ. Σκαρίμπας, έμεινε απροσκύνητος, μέχρι τα στερνά του.

Το αφιέρωμα για το μεγάλο Γιάννη Σκαρίμπα κλείνει με ένα ποίημά του από τη συλλογή Ουλαλούμ, το Σπασμένο Καράβι. Το μελοποίησε ο Γιάννης Σπανός και το ερμήνευσε ο Γιάννης Καράλης. Στην κηδεία του μπαρμπα Γιάννη ήταν παρών και το τραγούδησε…

Σπασμένο καράβι νάμαι πέρα βαθιά

έτσι να ’μαι –

με χώρις κατάρτια με χώρις πανιά να κοιμάμαι.

Νάν’ αφράτος ο τόπος κι η ακτή νεκρική γύρω γύρω,

με κουφάρι γυρτό και με πλώρη εκεί που θα γείρω.

Νάν’ η θάλασσα άψυχη και τα ψάρια νεκρά

έτσι νάναι! –

και τα βράχια κατάπληκτα και τ’ αστέρια μακριά να κοιτάνε…

Δίχως χτύπο οι ώρες και οι μέρες θλιβές

δίχως χάρη –

κι έτσι κούφιο κι ακίνητο μες σε νύχτες βουβές το φεγγάρι.

Έτσι νάμαι καράβι γκρεμισμένο, νεκρό

έτσι να ’μαι –

σ’ αμμουδιά πεθαμένη και κούφιο νερό, να κοιμάμαι…

Σύνταξη – Επιμέλεια: Γιάννης Αγγέλου

Πηγές: rizospastis.gr, ekebi.gr, skarimpas.gr, dimoschalkideon.gr

Ετικέτες:

Δείτε ακόμα...