“Κάποτε, τον παλιό καιρό, υπήρχε στην άκρη ενός χωριού ένα μεγάλο δάσος. Το δάσος αυτό ήταν τόσο πυκνό από τα πολλά και ψηλά δέντρα, που δεν χωρούσε να μπει το φως του ήλιου, και γι΄αυτό, οι χωρικοί το έλεγαν το μαύρο δάσος. Ο λίγος ήλιος που τρύπωνε μέσα από τα φύλλα των δέντρων, έσκιζε το σκοτάδι σαν σπαθί, κάνοντας τις ηλιαχτίδες να χορεύουν πότε εδώ και πότε εκεί, σαν αερικά που πετούσαν από δέντρο σε δέντρο.
Τα μικρά ζωάκια του δάσους, μη μπορώντας να εξηγήσουν αυτόν τον παράξενο χορό που έκαναν οι ηλιαχτίδες, τις ονόμασαν τα «ξωτικά» του δάσους. Αυτό το δάσος όμως, έκρυβε ένα μικρο στολίδι μέσα στην καρδιά του.
Στη μέση του δάσους, ήταν ένα μικρό καταπράσινο λιβάδι με μια μικρή λιμνούλα. Αυτό το μικρό άνοιγμα γης που έκανε το λιβάδι, ήταν μια μικρή φωτεινή όαση, αλλά και γεμάτη από τις φωνούλες των ζώων που ζούσαν εκεί, σε ένα μεγάλο σπίτι των ανθρώπων. Στο σπίτι αυτό, ζούσαν λιγοστά ζωάκια με τις οικογένειές τους και τα σπιτάκια τους. Το κάθε ζώο, είχε και από ένα όνομα…”
Διαβάστε τη συνέχεια εδώ.