Η πολυθρόνα

*Του Επισμηναγού ΠΑ ε.α, Βαγγέλη Κιούση

Τα βράδια κάθομαι στην πολυθρόνα του παππού, παίρνω το βαθυστόχαστο ύφος του και αρχίζω να διηγούμαι ιστορίες. Άλλοτε αληθινές ,άλλοτε θλιβερά ψεύτικες. Μερικές φορές ακόμα ανάβω την τεράστια πίπα του και γεμίζει το δωμάτιο από αρώματα της άνοιξης .

Συνήθως μιλάω για λησμονημένους που χάθηκαν και κανείς πια δεν τους θυμάται παρά μια μικρή κόκκινη κηλίδα αίμα που έχει απομείνει στην άκρη ενός μισογκρεμισμένου τοίχου να φωνάζει για την θυσία τους . Μια μικρή κηλίδα αίμα .Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Μια χαμένη επανάσταση. Αλήθεια πόσες θυσίες , πόσες χαμένες επαναστάσεις. Κι έτσι  γέμισα την παλιά πολυθρόνα  και τους τοίχους του δωματίου με κόκκινα τριαντάφυλλα. Ένα δάσος από επαναστάσεις .

Και αν τα βράδια χάνομαι μέσα στα τριαντάφυλλα είναι γιατί πολεμάω για τα δίκια του κόσμου αυτού. Πότε αντάρτης στην Βολιβία , πότε σαντινίστας στα δάση της Νικαράγουα, πότε κομμουνάρος στο Παρίσι. Ένας περιπλανώμενος επαναστάτης που ακόμα δεν έχει βρει τον δρόμο να γυρίσει πίσω. Αλλά τι είμουνα αλήθεια?  Ένας εραστής ή ένα ανάξιο τέκνο των επαναστάσεων?

Μα κύριε ονειρεύτηκα ένα κόσμο δίκαιο , ένα κόσμο γεμάτο ανθισμένους ήλιους και κατακόκκινα γεράνια και που τα βρίσκω μόνο μέσα στο πανάρχαιο σεντούκι που φυλάω το μίσος.

 Κι αν στερήθηκα το κατακόκκινο χρώμα του δειλινού είναι που πάντα λείπω σ ένα μεγάλο και δίκαιο αγώνα. Κι ο παππούς φεύγοντας μου άφησε κληρονομιά αυτή την πολυθρόνα κι ένα δυσβάσταχτο όνειρο.

Μην κλάψεις , είπε κάποτε, αν χάσεις μιαν ελπίδα , μόνο να κλάψεις αν δεν ξαναγυρίσει πια.

Τώρα καθισμένοι κι οι δυο , σ αυτήν εδώ την παλιά πολυθρόνα απέναντι στο ανοικτό παράθυρο, φαντάζουμε δυο ταξιδιώτες με μοναδική αποσκευή την απέραντη αγάπη μας για τα ιδανικά αυτού του κόσμου.

 Ο αέρας γεμίζει το δωμάτιο μ ένα νοσταλγικό τραγούδι ή μήπως ένα σύνθημα?

Ήρθε η ώρα των μεγάλων αποφάσεων.

Δείτε ακόμα...