Ηθοποιός σημαίνει φως

«Το επάγγελμα του ηθοποιού είναι το πιο ερημικό. ΕΦΗΜΕΡΟ! Ολοι οι εκτελεστές ΦΕΥΓΑΛΕΟΙ». Ποιος είχε αυτή την αυτογνωσία; Ενα «γέννημα και θρέμμα του θεάτρου», το οποίο προσωποποιούσε, κυριολεκτικά, το «ηθοποιός σημαίνει φως».

Ο λαμπερότερος από τη γενιά των παλιών μεγάλων ηθοποιών, αλλά και ο πιο τολμηρά αυτοκριτικός για τη δουλειά του γεννήθηκε σαν σήμερα 9Μάρτη192.

Ηθοποιος σημαίνει φως…

Είναι καημός πολύ πικρός
και στεναγμός πολύ μικρός.

Μίλησε, κλαις;
Όχι δε λες.
Μήπως πεινάς;
Και τι να φας!

Όλο γυρνάς, πες μου πού πας;
Σ' αναζητώ στο χώρο αυτό,
γιατί είμ' εγώ πολύ μικρός
και θλιβερός ηθοποιός.
Θα παίξεις μια, θα παίξω δυο.
Θα κλάψεις μια, θα κλάψω δυο.
Σαν καλαμιά θα σ' αρνηθώ,
θα σκεπαστώ, θα τυλιχτώ
μ' άσπρο πανί κι ένα πουλί,
άσπρο πουλί που θα καλεί τ' άλλο πουλί,
το μαύρο πουλί.
Παρηγοριά στη λυγαριά, υπομονή!
Αχ πώς πονεί!

Κι ύστερα λες για δυο τρελές
που μ' αγαπούν γιατί σιωπούν,
γιατί σιωπούν...
Έλα στο φως, παίζω θα δεις.
Είμαι σοφός μην απορείς,
έλα στο φως, παίζω θα δεις.

Ηθοποιός, ό, τι κι αν πεις
είναι καημός πολύ πικρός
και στεναγμός πολύ βαθύς.
Ηθοποιός, είτε μωρός, είτε σοφός
είμαι κι εγώ, καθώς κι εσύ είσαι παιδί,
που καρτερεί κάτι να δει.
Πιες το κρασί, στάλα χρυσή
απ' την ψυχή, ως την ψυχή.

(στίχοι-μουσική Μάνος Χατζιδάκης)

Ο «Ριχάρδος ο Β’», ο “Δον Ζουάν“,ο “Αμλετ“,ο “Ερρίκος ο 4ος“, ο “Αρχιμάστορας Σόλνες“, ο μοναχικός κύριος της ζωής και του θεάτρου, ο Δημήτρης Χορν ταξιδεύει πια εκτός σκηνής“, ταξιδεύει στο άγνωστο, από τις 16 Γενάρη 1998.

Παιδί του αυστριακής καταγωγή, γεννημένου στην Ελλάδα, δραματουργού Παντελή Χορν (από τους σπουδαίους πρωτεργάτες της σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας), βαφτιστήρι της Κυβέλης, οκτώ μηνών πρωτοβγήκε στη σκηνή, «παίζοντας» στην αγκαλιά της Κυβέλης στο έργο του πατέρα του «Γειτόνισσες». Δίχρονος έπαιξε στην «Νταλμανοπούλα», επίσης του πατέρα του. Ύστερα στην ιψενική «Νόρα».

Κι όμως, στις μαθητικές παραστάσεις, θυμόταν ο Δ. Χορν , «ήμουν ο τελευταίος των τελευταίων. Φαίνεται πως ήταν τέτοιο το χάλι μου, ώστε δε με βάζαν να παίζω παρά σε βουβές εικόνες». 

Στο σπίτι του, όμως, παρίστανε ό,τι έβλεπε στο θέατρο. Αγαπούσε και τη μουσική, αλλά «στάθηκε αδύνατο» να μάθει τις νότες. Του άρεσε, όμως, το τραγούδι κι έκανε μαθήματα φωνητικής.
«Εζησα πολύ φτωχά στα παιδικά μου χρόνια… Νομίζω πως έπαιξε ρόλο θετικό. Υπήρχε εποχή που τρυπούσαν τα παπούτσια μου κι έβαζα χαρτόνια από τσιγάρα για να τα κλείσω. Δε μ’ έβλαψε σε τίποτα αυτό», διηγόταν ο Δ. Χορν.

Μαθητής του δημοτικού φανέρωσε το ραφινάτο κωμικό ταλέντο του, παίζοντας στο έργο «Βιολαντώ» το γελωτοποιό «Μπουμπουρίκο». Στα γυμνασιακά χρόνια, στο Κολέγιο Αθηνών, συμμετείχε στις μαθητικές παραστάσεις που ανέβαζε ο καθηγητής των Αγγλικών Κάρολος Κουν.
Δεκατετράχρονος έπαιξε στη «Μαμά Κολιμπρί» του Μπατάιγ, πλάιστην Κοτοπούλη. Αυτή η παράσταση καθόρισε την επιλογή του: «Δεν πεθύμησα ποτέ να γίνω τίποτα άλλο από ηθοποιός».

Επί Μεταξά, δίνει εξετάσεις στη Σχολή του τότε Βασιλικού Θεάτρου, απαγγέλλοντας τους απαγορευμένους «Μοιραίους» του Βάρναλη.  Την επομένη, συναντά στο δρόμο τον Αιμίλιο Βεάκη (ήταν καθηγητής της σχολής), ο οποίος του λέει «Δεν ξέρεις πόσο μας δρόσισες απ’ αυτή την ανομβρία». 
Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Βασιλικού και είχε δασκάλους δύο από τα σημαντικότερα ονόματα του ελληνικού θεάτρου, τον Δημήτρη Ροντήρη και τον Αιμίλιο Βεάκη.

Η πρώτη σκηνική του εμφάνιση έγινε το 1940, στο Εθνικό Θέατρο, στην οπερέτα του Στράους «Η νυχτερίδα» με τη Μαίρη Αρώνη. 
Το δεύτερο, επίσης τραγουδιστικό, ρόλο του, τον έπαιξε δίπλα στην πρωτοεμφανιζόμενη τότε «αποκάλυψη», την Μαρία Κάλλας.
Το 1942 ακολούθησαν ρόλοι (τρίτοι και δεύτεροι) στο θίασο της Κοτοπούλη, που του ‘λεγε «Τα ίσια σου πόδια σε μένα τα χρωστάς, γιατί ήσουν στραβοκάνης».
Τη χρονιά αυτή κάνει και τον πρώτο του γάμο και το πρωταγωνιστικό του «άλμα» στις μουσικές κωμωδίες. Εγκαταλείπει, όμως, το είδος, ποθώντας να παίξει Σαίξπηρ, «κείμενα σπουδαία».

Το 1950 πήγε στην Αγγλία όπου σπούδασε με υποτροφία του Βρετανικού Συμβουλίου. Το 1952 ίδρυσε θίασο με τον Γιώργο Παππά και την Ελλη Λαμπέτη και από το 1956 μαζί με τη Λαμπέτη εγκαταστάθηκαν στο “Κεντρικόν”. Με την Ελλη Λαμπέτη αποτέλεσαν το δημοφιλέστερο ζευγάρι στο θέατρο και τον κινηματογράφο.

Ο Δημήτρης Χορν διακρίθηκε σε ρόλους του κλασικού και σύγχρονου δραματολογίου, πρωταγωνίστησε σε πολλές κινηματογραφικές ταινίες.

Ήταν ο πρώτος διευθυντής της Ελληνικής Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης μετά τη μεταπολίτευση. Τελευταία του θεατρική εμφάνιση στον “Αρχιμάστορα Σόλνες” του Ιψεν. Με την τελευταία του γυναίκα, την Αννα Γουλανδρή ίδρυσαν, το 1980, το Ιδρυμα “Γουλανδρή – Χορν” με σκοπό τη μελέτη του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού.

Πέθανε στα 77 του χρόνια, χρόνια μετά την απόφασή του να αποσυρθεί για πάντα από τη σκηνή, όχι και τόσο γέρος ίσως, αλλά όπως αισθανόταν «γέρος και μόνος. Χωρίς πολλές επιθυμίες πια, χωρίς κανένα ενδιαφέρον».
«Πρέπει να φεύγεις στην ώρα σου», δήλωνε τις λίγες φορές που του επέτρεπε η συνειδητή απομόνωσή του να μιλά δημόσια. «Αλλιώς αρχίζει η φθορά».
Ετσι, γυρίζοντας και πάλι την πλάτη στη φθορά, έφυγε “κρυφά”, μη επιτρέποντας σε κανέναν να γνωρίζει την “πρόθεση” της αναχώρησής του. Προστάτευσε τα τελευταία χρόνια την ηρεμία που επιζητούσε. Προστάτευσε τον εαυτό του και την προσωπική υπόθεση της ασθένειάς του από τα φώτα της δημοσιότητας.

Ήταν μοναχικός και το εννοούσε. Δήλωνε πως ποτέ δεν πίστεψε ότι είναι μύθος και το εννοούσε. Οτι δεν είχε καμιά εκτίμηση στο ταλέντο του και το εννοούσε. Οτι δεν άντεχε να παίζει το ίδιο πράγμα επί μήνες καιτο εννοούσε. Δεν ήταν από μετριοφροσύνη, ούτε από ανασφάλεια.

Ηταν μάλλον η δική του προσωπική αλήθεια, κόντρα σε ό,τι εμείς πιστεύαμε γι’ αυτόν. Γελούσε με τα μεγάλα λόγια με τα οποία αναφέρονταν όλοι για το ταλέντο και την υποκριτική του κατάθεση. Θεωρούσε υπερβολικές τις δάφνες. Ηταν άνθρωπος με χιούμορ. Αυτοσαρκαζόταν.

Ο περιορισμένος χώρος μας δεν μπορεί να αναφερθεί στους μεγάλους ρόλους, στη «θεία προίκα» του, παρ’ ό,τι ο Χορν, αμφιβάλλοντας πάντα για τον εαυτό του, έλεγε: «Δεν έχω το ταλέντο του πατέρα μου. Απ’ τη μάνα μου έχω πάρει. Ηταν πάρα πολύ διασκεδαστική».

Ο Δημήτρης Χορν, στο “Κυριακάτικο Ξύπνημα” ( 1954 )
Η ανεπανάληπτη σκηνή με την ορχήστρα και το λαχείο.

Και στιχουργούσε: «Έκανα μια απόπειρα να γράψω στίχους. Μάταιη προσπάθεια. Αγονη η ψυχή,/ το πνεύμα στείρο!/ Η σιωπή είναι η καλύτερη συντρόφισσα. Τα λόγια που δεν μπορείς να/ αρθρώσεις μοιάζουν πλούσια όταν δεν ηχούν…/ Τι δύσκολο πράγμα η Σιωπή…».

Και για την «απουσία» του από τη ζωή έγραφε: «Θα υπάρχω ως μακρινή ανάμνηση – ως μια γνωριμία που προσέφερε κάποιες ευκαιρίες για κρίσεις, συγκρίσεις, παραδείγματα προς αποφυγήν. Ενας συμπαθής εφιάλτης! Ο Χορν – θα λες – θεός σχωρέσ’ τον, ήταν υποφερτός, ανυπόφορος!…».

Με πληροφορίες από Ριζοσπάστη.

Επιμέλεια Γιάννης Παπαγιάννης

Ετικέτες:

Δείτε ακόμα...