Που να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Η μεγάλη εβδομάδα, το δράμα των παθών, η ανθοφορία της άνοιξης, αποτελεί πηγή έμπνευσης για ποιητές και λογογράφους.
Μέσα σε όλο αυτό το πένθος ο λαός βιώνει τα δικά του πένθη, τα δικά του πάθη και κραυγάζει την ανάγκη να βρει τη δική του Ανάσταση.
Κι αν για τον κύκλο του χρόνου η άνοιξη σηματοδοτεί την επανέναρξη της ζωής, για τη θρησκεία η περίοδος των παθών οδηγεί στην Ανάσταση, για το λαό μας η κάθε σταύρωση οδηγεί σε επόμενη σταύρωση…
Ο μεγάλος μας ποιητής Κώστας Βάρναλης, στο ποίημά του «Οι πόνοι της Παναγιάς», περιγράφει με γλαφυρό τρόπο όλη την αγωνία της μάνας για το παιδί που θα φέρει στο κόσμο και την έγνοια της να το προφυλάξει.
Που να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποιαν κορφήν ερημική;
Η Παναγία επιλέγεται από τον ποιητή ως διαχρονικό σύμβολο της μάνας που θα δει το γιο της να γίνεται θυσία ώστε να ανατραπεί το κοινωνικό κατεστημένο. Δεν αναγνωρίζει τη θεϊκή του υπόσταση, δε συμμερίζεται τον προορισμό του πάνω στη γη, οι πόνοι της προσλαμβάνονται και νοούνται ως πόνοι Μάνας, που θέλει με κάθε τρόπο να προφυλάξει το παιδί της από τη κακία των ανθρώπων.
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις.
Ξέρω, πως θα ‘χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που μες στα βρόχια της οργής ταχιά θε να σπαράξεις.
Η Μάνα δε θέλει να μάθει στο παιδί της να μιλά για να φωνάξει το άδικο που θα συναντήσει. Γιατί όποιος μιλάει προκαλεί και κυρίως προκαλεί την οργή των ισχυρών. Οι ισχυροί δε θέλουν να ακούν για Δικαιοσύνη, για τον Άνθρωπο, για τις ανάγκες του, για την ίδια τη ζωή. Για τους ισχυρούς αρκούν οι αριθμοί. Και όλα είναι αριθμοί. Όποιος μιλάει, είναι δυνατόν να μην τα καταγγείλει;
Και για το δίκιο των ανθρώπων μιλάνε οι καλοί, αυτοί που στέκονται δίπλα και όχι απέναντι. Αυτό θέλει να προλάβει η Μάνα.
Ο γιός της νιώθει πως θα φέρει μηνύματα ανθρωπισμού, αλληλεγγύης, αγάπης. Γνωρίζει βαθιά μέσα της πως θέλει να σταματήσει την αδικία, να αφυπνίσει τους φτωχούς και ανίσχυρους. Ποιος καλύτερος λόγος για τους ισχυρούς να θελήσουν να τον φιμώσουν μια για πάντα;
Συ θα ‘χεις μάτια γαλανά, θα ‘χεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης.
Εμφανίζεται να γνωρίζει ακόμη και την εμφάνιση του παιδιού της. Ξέρει πως όλα πάνω του θα αντανακλούν την αγαθότητα και την απλότητά του.
Θέλει να το κρατήσει μακριά από τη ματιά του ζηλόφθονου κόσμου, να το προστατέψει ακόμη και από την αφύπνιση και το ξάφνιασμα με το πέρασμα στην εφηβεία. Η προσπάθειά της είναι διπλή. Από τη μία να το προστατέψει από την κακία των ανθρώπων και η άλλη να το προστατέψει από τον εαυτό του.
Μιλώντας για το γιό της, αναφέρεται καθαρά στην ανθρώπινη διάστασή του. Και θέλει να τον γλυτώσει από τον ανθρώπινο πόνο που και η ίδια βίωσε.
Δεν είσαι συ για μαχητές, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος ή προδότης.
Η Παναγία αντιλαμβάνεται την αποστολή του θεϊκού γιου της και τον μαρτυρικό θάνατο που του αναλογεί. Όμως η μάνα δε θέλει το παιδί της να περάσει τόσο δύσκολη ζωή, δε θέλει να δει το γιο της να εμπλέκεται σε οτιδήποτε θα τον οδηγήσει στο θάνατο. Όσο κι αν ο θάνατός του αποσκοπεί στη σωτηρία των ανθρώπων. Τον θέλει φιλήσυχο νοικοκύρη, όχι σκλάβο ή προδότη.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.
Η συμβουλή της μάνας βασίζεται στη λαϊκή ρήση πως η σιωπή είναι χρυσός και ακόμα κι αν πρέπει να διαλέξει το δίκιο, καλύτερα να μη μιλήσει, γιατί όσες φορές κι αν γεννηθεί τόσες οι άνθρωποι θα τον σταυρώσουν.
Ο Χριστός όμως τελικά υπήρξε ένας ενεργός πολίτης. Πάλεψε με όλες του τις δυνάμεις για αν δει τον κόσμο καλύτερο. Δεν έγινε νοικοκύρης. Υπήρξε αγωνιστής που στάθηκε απέναντι στους ισχυρούς και την αδικία τους. Κι αυτό το πλήρωσε με τη ζωή του.
Από την άλλη, την Μ. Παρασκευή, στην κορύφωση του δράματος έχουμε τον Επιτάφιο θρήνο.
Η Μάνα θρηνεί την απώλεια του «Έαρος της Ζωής», τη «δύση του άδυτου Ηλίου» και «Φωτός των οφθαλμών της».
Η Μάνα θρηνεί, ανεβόα, σπαράσσει, ποτίζει με πικρά δάκρυα, κράζει δακρύουσα, βλέπουσα την άδικον σφαγήν, δοξάζουσα την άκραν ευσπλαχνίαν του γιου της.
Χριστός ή Παύλος ή Αχμέτ, μια μάνα μοιράζεται τον ίδιο πόνο. Τον πόνο για τον άδικο χαμό του παιδιού της. Χριστός ή Παύλος ή Αχμέτ, από την ίδια μήτρα γεννήθηκαν. Χριστός ή Παύλος ή Αχμέτ ήρθαν στη γη για να ζήσουν, να αγωνιστούν για να φτιάξουν μια καλύτερη ζωή, έναν καλύτερο κόσμο. Και κάποιο χέρι δολερό, κόβει το νήμα μιας ζωής που υποσχόταν πως θα ήταν όμορφη, Άνοιξη ή Φθινόπωρο, Χειμώνα ή Καλοκαίρι….
Σαν τη μάνα Μάγδα Φύσσα. Ούτε εκείνη πρόλαβε να γλιτώσει το γιό της που μίλησε με τα τραγούδια του για το άδικο! Δεν πρόλαβε να τον προφυλάξει από τους κακούς.
«Κάποτε τον ρώτησα γιατί τα τραγούδια του βγάζουν τόσο πόνο κι εκείνος μου είπε: «Αν δεν με είχατε μάθει να αγαπάω, δεν θα μπορούσα να διακρίνω τη δυστυχία που υπάρχει εκεί έξω».
Δοξάζω σου Υἱέ μου, τὴν ἄκραν εὐσπλαγχνίαν, ἧς χάριν ταῦτα πάσχεις.
«Ξανασυνάντησα τον γιο μου στις 3 μετά τα μεσάνυχτα στον νεκροθάλαμο του Γενικού Κρατικού Νίκαιας. Πολύς κόσμος γύρω μου, αλλά κανείς δεν μου μίλαγε. Μετά από λίγο είδα το άψυχο σώμα του. Προσπάθησα να τον ζεστάνω.»
Ὢ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, ποῦ ἔδυ σου τὸ κάλλος;
«Τρεις μαχαιριές. Είδα τα τραύματα στον πνεύμονα και στην καρδιά. Από τότε, ούτε ο Παύλος έχει εμάς, ούτε εμείς αυτόν. Μου λείπει. Όλα μου λείπουν. Η παρουσία του, οι κινήσεις του, η φωνή του. Κι εκείνη η πόρτα που, πλέον, δεν ανοίγει. Από τότε ξεκίνησε ο Γολγοθάς μας».
Ὦ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πῶς τάφῳ νῦν καλύπτῃ;
«Πλέον, δεν μπορώ να αντέξω άλλο το μαχαίρι. Γι’ αυτό και υπήρξαν πολλές στιγμές που, φεύγοντας από το δικαστήριο, σκέφτηκα να επιστρέψω στο σπίτι, να πάρω ένα και να το στρέψω στην καρδιά μου. Όμως άντεξα…»
Τέτρωμαι δεινῶς, καὶ σπαράττομαι τὰ σπλάγχνα Λόγε, βλέπουσα τὴν ἄδικόν σου σφαγήν.
Μάνες στο δικό τους Γολγοθά, χωρίς Ανάσταση.
(Πηγή: Τα λόγια της Μάγδας Φύσσα από www.lifo.gr)
Ρούλα Καραγιάννη, Εκπαιδευτικός