Ξημερώνει Μεγάλη Παρασκευή. Αυτή τη μέρα, συνήθως -λένε ο ουρανός συννεφιάζει… κάποιες φορές συμβαίνει (σύμπτωση). Ο Επιτάφιος ετοιμάζεται τελετουργικά σε κάθε εκκλησία, με πνεύμα ανταγωνιστικό προς τους Επιταφίους των γειτονικών εκκλησιών. Κάθε εκκλησία θέλει ο δικός της να είναι ο ωραιότερος, να κάνει περήφανους εκείνους που θα τον ακολουθήσουν.

Αυτά «άλλες εποχές». Φέτος με την πανδημία στο φουλ, έχουμε σε εξέλιξη τα αλλοπρόσαλλα μέτρα της κυβέρνησης σε μια προσπάθεια να εμπεδωθεί –πάση θυσία η μετακύλιση της κρατικής ανεπάρκειας στην «ατομική ευθύνη» του λαού συνολικά, για να μείνουν στο απυρόβλητο οι μεγάλες κρατικές ελλείψεις και η αβάντα των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων.

Έτσι ανακοινώθηκε πως «χωρίς πομπή και στο προαύλιο του ναού θα γίνει η περιφορά του επιταφίου» (τι γίνεται αν δεν έχει προαύλιο προδιαγραφών δεν γνωρίζουμε –πληροφορίες Νίκος Χαρδαλιάς…) με «προσκύνημα του κουβουκλίου εκτός των ναών», αναλογία –εντός, ενός ατόμου ανά 25 τμ. και …τόσα εκτός, διπλή μάσκα, τήρηση αποστάσεων (βεβαίως-βεβαίως) κλπ παρόμοια αποσπασματικά και χωρίς σχεδιασμό γελοία μέτρα.
Όπως και να χει όμως το υπέροχο μοιρολόι της μάνας Παναγιάς σκίζει τη σιωπή: «Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατο μου τέκνον».
Και ο νους μας πηγαίνει στη Μάνα του Χριστού του Κώστα Βάρναλη, μάνα ανθρώπινη, πονεμένη: «Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! κι ακόμα | σα ρωτήσανε «Ποιος Χριστός;» τι ‘πες; «Να με»! | Αχ! δεν ξέρει τι λέει το πικρό μου το στόμα! | Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ’ έμαθα ακόμα! …
Α! πώς είχα σα μάνα κι εγώ λαχταρήσει (ήταν όνειρο κι έμεινεν, άχνα και πάει) σαν και τ’ άλλα σου αδέρφια να σ’ είχα γεννήσει κι από δόξες αλάργα κι αλάργ’ από μίση!
Ένα κόκκινο σπίτι σ’ αυλή με πηγάδι… και μια δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι…

Άκου τα σήμαντρα
των εξοχικών εκκλησιών.
Φτάνουν από πολύ μακριά
από πολύ βαθιά.
Απ’ τα χείλη των παιδιών
απ’ την άγνοια των χελιδονιών
απ’ τις άσπρες αυλές της Κυριακής
απ’ τ’ αγιοκλήματα και τους περιστεριώνες
των ταπεινών σπιτιών.
Άκου τα σήμαντρα
των εαρινών εκκλησιών.
Είναι οι εκκλησίες
που δε γνώρισαν τη σταύρωση
και την ανάσταση.
Γνώρισαν μόνο τις εικόνες
του Δωδεκαετούς
που ‘χε μια μάνα τρυφερή
που τον περίμενε τα βράδια στο κατώφλι
έναν πατέρα ειρηνικό που ευώδιαζε χωράφι
που ‘χε στα μάτια του το μήνυμα
της επερχόμενης Μαγδαληνής.
Χριστέ μου
τι θα ‘τανε η πορεία σου
δίχως τη σμύρνα και το νάρδο
στα σκονισμένα πόδια σου;
(Εαρινή Συμφωνία | Γιάννης Ρίτσος)

Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις
Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.
Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,
κ’ υστέρα απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολιό με πλάκα και κοντύλι…

Κι αν κάποτε τα φρένα σου μ’ αλήθεια, φως της αστραπής,
χτυπήσει ο Κύρης τ’ ουρανού, παιδάκι μου να μη την πεις!
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν!
Δεν είν’ αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν!
(Οι πόνοι της Παναγιάς -απόσπασμα | Κώστας Βάρναλης)

Η Μεγάλη Παρασκευή στη Ζάκυνθο, είναι διαφορετική! Ο Επιτάφιος βγαίνει τα ξημερώματα του Μ. Σαββάτου στις 04:00 π.μ., όπου κατά την διάρκεια της περιφοράς τα προηγούμενα χρόνια αναβίωνε το έθιμο «Μάντζιες». Αλλάζουν δηλαδή τις ταμπέλες των μαγαζιών των ιατρείων, των σχολείων ή ακόμη «κλέβονται» βάρκες ή αυτοκίνητα και μεταφέρονται στην πλατεία έξω από το Δημαρχείο. Γνωστό αστείο της βραδιάς που το αναβίωναν κάθε χρόνο οι σκανδαλιάρηδες της πόλης, μικροί και μεγάλοι. Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια αυτό το ωραίο έθιμο έχει εκλείψει…
Κάτοικοι του Κατασταρίου και σε εποχές… κορωνοϊού, θέλησαν να αναβιώσουν αυτό το έθιμο, μόνο που τις μετέφεραν στην εκκλησία του χωριού, φέρνοντας πολλές θύμησες σε όλους μας.

«Α, φεύγεις; Καληνύχτα.» Ὄχι, δὲ θἄρθω. Καληνύχτα. Ἐγὼ θὰ βγῶ σὲ λίγο. Εὐχαριστῶ. Γιατί ἐπιτέλους, πρέπει νὰ βγῶ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ τσακισμένο σπίτι. Πρέπει νὰ δῶ λιγάκι πολιτεία, -ὄχι, ὄχι τὸ φεγγάρι – τὴν πολιτεία μὲ τὰ ροζιασμένα χέρια της, τὴν πολιτεία τοῦ μεροκάματου, τὴν πολιτεία ποὺ ὁρκίζεται στὸ ψωμὶ καὶ στὴ γροθιά της τὴν πολιτεία ποὺ ὅλους μας ἀντέχει στὴν ράχη της μὲ τὶς μικρότητές μας, τὶς κακίες, τὶς ἔχτρες μας, μὲ τὶς φιλοδοξίες, τὴν ἄγνοιά μας καὶ τὰ γερατειά μας,-ν᾿ ἀκούσω τὰ μεγάλα βήματα τῆς πολιτείας, νὰ μὴν ἀκούω πιὰ τὰ βήματά σου μήτε τὰ βήματα τοῦ Θεοῦ, μήτε καὶ τὰ δικά μου βήματα. Καληνύχτα.

Τὸ δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πὼς κάποιο σύννεφο θἄκρυβε τὸ φεγγάρι. Μονομιᾶς, σὰν κάποιο χέρι νὰ δυνάμωσε τὸ ραδιόφωνο τοῦ γειτονικοῦ μπάρ, ἀκούστηκε μία πολὺ γνώστη μουσικὴ φράση…
Ὁ νέος θὰ κατηφορίζει τώρα μ᾿ ἕνα εἰρωνικὸ κ᾿ ἴσως συμπονετικὸ χαμόγελο στὰ καλογραμμένα χείλη του καὶ μ᾿ ἕνα συναίσθημα ἀπελευθέρωσης. Ὅταν θὰ φτάσει ἀκριβῶς στὸν Ἅη-Νικόλα, πρὶν κατεβεῖ τὴ μαρμαρίνη σκάλα, θὰ γελάσει, -ἕνα γέλιο δυνατό, ἀσυγκράτητο. Τὸ γέλιο του δὲ θ᾿ ἀκουστεῖ καθόλου ἀνάρμοστα κάτω ἀπ᾿ τὸ φεγγάρι. Ἴσως τὸ μόνο ἀνάρμοστο νἆναι τὸ ὅτι δὲν εἶναι καθόλου ἀνάρμοστο. Σὲ λίγο, ὁ Νέος θὰ σωπάσει, θὰ σοβαρευτεῖ καὶ θὰ πεῖ «Ἡ παρακμὴ μιᾶς ἐποχῆς». Ἔτσι, ὁλότελα ἥσυχος πιά, θὰ ξεκουμπώσει πάλι τὸ πουκάμισό του καὶ θὰ τραβήξει τὸ δρόμο του. Ὅσο γιὰ τὴ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα, δὲν ξέρω ἂν βγῆκε τελικὰ ἀπ᾿ τὸ σπίτι.
Τὸ φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Καὶ στὶς γωνιὲς τοῦ δωματίου οἱ σκιὲς σφίγγονται ἀπὸ μίαν ἀβάσταχτη μετάνοια, σχεδὸν ὀργή…
Γιάννης Ρίτσος – Η σονάτα του σεληνόφωτος (απόσπασμα)
Επιμέλεια Γιάννης Παπαγιάννης