«Εγώ θα μείνω με τους εργάτες να τραγουδήσω
για των ψαράδων τον ωκεανό,
για το ψωμί των παιδικών μας αηδονιών,
και για την αγροτιά και για τ’ αλεύρι μας,
τη θάλασσα, το ρόδο και το στάχυ,
τους σπουδαστές, τους ναύτες, τους φαντάρους,
για όλους τους λαούς σ’ όλους τους τόπους,
για τη λυτρωτική τη θέληση
των πορφυρών λαβάρων της αυγής.
Πάλεψε πλάι μου, κι εγώ θα σου χαρίσω τα όπλα όλα της ποίησής μου»
Ήταν Αύγουστος του 1977. Στο πρόσφατα ανακαινισμένο Θέατρο του Λυκαβηττού είχε προγραμματιστεί, για όλο το μήνα, σειρά συναυλιών του Μίκη Θεοδωράκη. Ο Μουσικός Αύγουστος του Μίκη Θεοδωράκη.
Κάποια πράγματα, όσα χρόνια και να περάσουν, ειδικά αν είσαι και στα πρώτα εφηβικά χρόνια, είναι αδύνατον να ξεχαστούν. Ο κόσμος, το πάθος, η λαχτάρα να ξεκινήσει η συναυλία. Βράδυ, 8 Αυγούστου1977 και το πρόγραμμα είχε “Canto General” σε ποίηση Πάμπλο Νερούντα, “Επιφάνεια – Αβέρωφ” σε ποίηση του Γιώργου Σεφέρη και το “Ρομανσέρο Χιτάνο” του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Συμμετείχαν δεκαπενταμελές συμφωνικό σύνολο και η λαϊκή ορχήστρα του Λάκη Καρνέζη υπό τη διεύθυνση του Μίκη Θεοδωράκη, εκατονταμελής μικτή χορωδία υπό τη διεύθυνση της Έλλης Νικολαΐδου, οι σολίστ Μαρία Φαραντούρη, Πέτρος Πανδής, Αντώνης Καλογιάννης, Σοφία Μιχαηλίδου, Βασίλης Παπακωνσταντίνου και Μαργαρίτα Ζορμπαλά και ο ηθοποιός Νότης Περγιάλης, όπως έγραφε το πρόγραμμα.
Το πρώτο μέρος είχε “Επιφάνεια – Αβέρωφ” και “Ρομανσέρο Χιτάνο”.
Με αγωνία περίμενα το δεύτερο μέρος. Είχα διαβάσει τόσα, είχα ακούσει κάποια αποσπάσματα. Ήταν το “Canto General” σε ποίηση Πάμπλο Νερούδα. Ξεκινά η μουσική και αρχίζει το ταξίδι στη μαρτυρική Λατινική Αμερική και στην πατρίδα του ποιητή, τη Χιλή. Και ταυτόχρονα, ταξίδι σε κάθε χώρα που η ιστορία της είναι γραμμένη με αίμα, από τους αγώνες για την εδαφική τους ακεραιότητα και την ανεξαρτησία τους, από την εκμετάλλευση των πολυεθνικών…
Οι νότες άρχισαν να ταξιδεύουν κι ένα ολόκληρο θέατρο παρακολουθούσε εκστασιασμένο. Όλοι, ένας!
Πάμπλο Νερούδα, ο μεγάλος Χιλιανός ποιητής.
Στον πρόλογο του τεράστιου αυτού έργου, γράφει ο Μίκης Θεοδωράκης: «Στα 1971 επισκέφθηκα τη Χιλή ύστερα από πρόσκληση της κυβέρνησης Αλιέντε. Ήμουν τότε Πρόεδρος του Πατριωτικού Αντιδικτατορικού Μετώπου. Σε μια συναυλία στην πόλη Βαλπαρέιζο, μια ομάδα νέοι χιλιανοί συνθέτες παρουσίασαν την εργασία τους πάνω στην ποίηση του Πάμπλο Νερούντα. Μιλώντας μαζί τους στα παρασκήνια, μετά το τέλος της συναυλίας, τους υποσχέθηκα να δώσω κι εγώ στη Χιλή σ΄ένα χρόνο τη δική μου μουσική άποψη για το CANTO GENERAL».
Ποιος είναι ο ποιητής που τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ;
Ο Πάμπλο Νερούδα, ο ποιητής των αγώνων και του έρωτα, η πιο προβεβλημένη προσωπικότητα της Χιλής παγκοσμίως γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 12 Ιουλίου 1904.
Ο Ρικάρδο Νεφταλί Ρέγιες Μπασοάλτο (το πραγματικό του όνομα), γεννήθηκε στο Παράλ της Χιλής. Έχασε τη μητέρα του από φυματίωση όταν ήταν νεογέννητος.
Δίχρονος, με τον σιδηροδρομικό πατέρα του, εγκαθίσταται στο χωριό Τεμούκο, το οποίο λάτρευε. Στο Τεμούκο ο πατέρας του ξαναπαντρεύεται. Ταξιδεύοντας με τον πατέρα του, «δένεται» για όλη του τη ζωή με το σκληρό βιοποριστικό αγώνα του χιλιάνικου λαού.
Αν και ο πατέρας του ήταν αρνητικός και τον αποθάρρυνε, ο Νερούδα γράφει ποιήματα από την ηλικία των 10 ετών. Παιδί, ακόμα, διαβάζει φημισμένους Λατινοαμερικανούς και Ευρωπαίους συγγραφείς.
Ένας άνθρωπος που επηρέασε βαθιά τον Νερούδα ήταν στο Γυμνάσιο, η καθηγήτριά του Γκαμπριέλα Μιστράλ (η πρώτη Λατινοαμερικάνα που πήρε Νόμπελ Λογοτεχνίας), η οποία τον μυεί στην κλασική ρωσική λογοτεχνία.
Ως έφηβος δημοσιεύει στίχους του στο τοπικό περιοδικό «La Mañana» και το 1919 του απονέμεται το τρίτο βραβείο για το ποίημά του Nocturno ideal.
Το 1921 μετακομίζει στο Σαντιάγο για να σπουδάσει Γαλλική Φιλολογία. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, εκδίδει δύο ποιητικές συλλογές, «Crepusculario – Ηλιοβασιλέματα», το 1923, και «Veinte poemas de amor y una cancion desesperada – Είκοσι ερωτικά ποιήματα και ένα απελπισμένο άσμα», το 1924.
Είναι η χρονιά, στην ηλικία των 20 ετών, που αποφασίζει να υιοθετήσει το ψευδώνυμο «Πάμπλο Νερούδα», από τον Τσέχο συγγραφέα και ποιητή Γιαν Νερούντα. Το «Πάμπλο» εικάζεται πως το εμπνεύστηκε από το Γάλλο ποιητή Πωλ Βερλαίν. Η έκδοση της δεύτερης ποιητικής συλλογής του, υπό το νέο του όνομα, χαρακτηρίστηκε ως μία από τις καλύτερες και οι λογοτεχνικοί κύκλοι αρχίζουν να ασχολούνται ενδελεχώς με το φαινόμενο «Νερούδα».
Το 1927 αρχίζει η διπλωματική του καριέρα. Διορίζεται πρόξενος της Χιλής στην Απω Ανατολή, στην Αργεντινή και το 1934 στην Ισπανία, όπου μάχεται κατά του φρανκικού φασισμού, φονιά στο πλευρό του ισπανικού λαού και του μέγιστου ποιητή της Ισπανίας και πολυαγαπημένου του φίλου, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Λόγω της αντιφασιστικής δράσης του, η Χιλή τον καταργεί από πρέσβη. Πάει στο Παρίσι, απ’ όπου βοηθά τον ισπανικό λαό. Με τον ομότεχνο, φίλο και ομοϊδεάτη του Λουί Αραγκόν, προετοιμάζει το Παγκόσμιο Συνέδριο Αντιφασιστών Συγγραφέων. Το 1937 επιστρέφει στη Χιλή. Ο λαός συναρπάζεται με την ποίηση του Νερούδα, ο οποίος μιλά παντού κατά του φασισμού. Το 1938, η πρώτη κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου της Χιλής τον στέλνει πρέσβη στο Παρίσι και αργότερα στο Μεξικό.
Στα ταξίδια, που πραγματοποίησε κατά τη διάρκεια της διπλωματικής του καριέρας, έζησε από κοντά τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των ανθρώπων και τη βία των απολυταρχικών καθεστώτων. Γεμάτος αγανάκτηση και θυμό και μετά τη δολοφονία του φίλου του, Φρεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, αποφασίζει να προσχωρήσει στο κομμουνιστικό κόμμα.
«Στα τέλη του 1943 ξαναγύρισα στο Σαντιάγο. Εγκαταστάθηκα στο σπίτι που απόκτησα με το σύστημα των δόσεων. Η χώρα μου δεν είχε αλλάξει: Τρομερή φτώχεια στις περιοχές των μεταλλείων και η κομψή κοινωνία που γέμιζε το Κάντρι Κλαμπ. Έπρεπε ν’ αποφασίσω. Η απόφασή μου μού στοίχισε καταδιώξεις και στιγμές εκρηκτικές», γράφει ο Νερούδα στη δεύτερη σελίδα των απομνημονευμάτων του.
Το 1945 ο Πάμπλο Νερούδα λαμβάνει το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας.
Στις 15/7/1945 προσχώρησε και τυπικά στο ΚΚ Χιλής, του οποίου εκλέγεται γερουσιαστής το 1947, ξέροντας καλά τι τον περίμενε.
Ο λόγος του πλέον αποκτάει πολιτικό ύφος και το 1950 γράφει το «Canto general» (γενικό άσμα). Το έργο αποτελείται από 231 ποιήματα και πάνω από 15.000 στίχους, οι οποίοι αφηγούνται την ιστορία της Λατινικής Αμερικής.
Δύο χρόνια πριν το Canto general και συγκεκριμένα το 1948, ο Πρόεδρος Γκονσάλες Βιντέλα θέτει το κομμουνιστικό κόμμα εκτός νόμου και εκδίδει ένταλμα σύλληψης για τον Πάμπλο Νερούδα.
Με εντολή του παράνομου πλέον ΚΚΧ, βγαίνει στην παρανομία, με το ψευδώνυμο Λεγκαρέτα. Μετά πολλών βασάνων, διαβαίνοντας βουνοκορφές των Ανδεων, περνά στην Αργεντινή. Με το διαβατήριο του φημισμένου Αργεντινού μυθιστοριογράφου Μιγκέλ Ανχελ Αστούριας, φθάνει στο Παρίσι. Οι παλιοί του φίλοι, Πικάσο, Πολ Ελυάρ, Λουί Αραγκόν φροντίζουν να του δοθεί πολιτικό άσυλο και γαλλικό διαβατήριο. Ο γαλλικός Τύπος γράφει ότι ο διωκόμενος Νερούδα βρίσκεται στο Παρίσι. Η χιλιανή κυβέρνηση σκυλιάζει και ισχυρίζεται ότι στο Παρίσι βρίσκεται ένας «σωσίας» του Νερούδα και ότι «ο αληθινός Νερούδα βρίσκεται στη Χιλή και η Αστυνομία επί τα ίχνη του. Η σύλληψή του είναι ζήτημα λίγων ωρών». Στο Παρίσι είναι και διάσημοι Ρώσοι φίλοι του (Ερεμπουργκ, Τιχόνοφ, Κορνέιτσουκ, Σιμόνοφ). Η διεθνής προοδευτική γνώμη μαθαίνει την περιπέτεια του Νερούδα. Στη συνέχεια, ο πρέσβης της Χιλής στο Παρίσι ζητά την απέλαση του ποιητή, αλλά ο αρχηγός της Γαλλικής Αστυνομίας (και αναγνώστης της ποίησης του Νερούδα) απορρίπτει το αίτημα και δίνει διαβατήριο στον Νερούδα.
Ζει εξόριστος από το 1948 έως και το 1952, γράφοντας και ταξιδεύοντας ανά τον κόσμο.
Το ταξίδι του στη Σοβιετική Ένωση του Στάλιν, το 1949, τον επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό. Εκεί γνωρίζει και τον Ναζίμ Χικμέτ, όπου του διηγείται τις άθλιες συνθήκες επιβίωσης του λαού του. Στην αυτοβιογραφία του αναφέρει χαρακτηριστικά γι’ αυτό του το ταξίδι: «Αγάπησα με την πρώτη ματιά τη σοβιετική γη και κατάλαβα ότι απ’ αυτήν, όχι μόνον προέκυπτε ένα ηθικό μάθημα για όλες τις γωνιές της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά θα προέκυπτε και το μεγάλο πέταγμα».
Το 1949 είναι σύνεδρος στο Διεθνές Συνέδριο Ειρήνης, στο Παρίσι. Αυτή τη χρονιά, λήγει και η πολιτική εξορία του.
Το 1950, στο Παρίσι, ο πρόεδρος του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ειρήνης, Ζολιό Κιουρί, του ανέθεσε μια αποστολή στην Ινδία. Να συναντηθεί με τον αντίπαλο της ειρήνης Παντίτ Νεχρού και να δώσει μια επιστολή του Κιουρί, και με τον Ινδό πυρηνικό φυσικό Μπαέρα και άλλους διανοούμενους. Το 1951 είναι η χρονιά της πρώτης επίσημης πρόσκλησής του από τη ΛΔ Κίνας, της απονομής του Βραβείου «Λένιν» για την Ειρήνη.
Στα χρόνια της εξορίας, ο Νερούδα, μαζί με την Ματίλντε Ουρούτια, ταξίδεψε σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, όπου όμως δεν ήταν ευπρόσδεκτος. Η χώρα που αγάπησε πολύ ήταν η Ιταλία. Το επίσημο κράτος και οι αρχές της, υποκύπτοντας στις πιέσεις της Χιλής, δεν τον δέχονταν πουθενά. Το λάτρευε ο λαός όπως και την ποίησή του. Ο εξόριστος αποδιωχνόταν από τους Καραμπινιέρους και αποθεωνόταν από το λαό, σ’ όποια πόλη πήγαινε, ενώ πολλοί δήμοι (λ.χ. Φλωρεντίας, Μιλάνου, Γένοβας) τον ανακήρυσσαν επίτιμο δημότη τους. Ο λαός της Ρώμης, μετά από σύγκρουσή του με τη Χωροφυλακή, κατάφερε να του επιτραπεί να μείνει στην Ιταλία. Ένας ιστοριογράφος-φυσικός τού παραχωρεί ένα εξοχικό σπίτι στο πανέμορφο χωριουδάκι Ανακάπρι, όπου ο Νερούδα και η Ματίλντε έζησαν ονειρεμένα (θυμίζουμε τη σχετική υπέροχη ιταλική ταινία «Il postino», «Ο ταχυδρόμος»). Εκεί ο ποιητής, μεταξύ άλλων, έγραψε το έργο «Οι στίχοι του καπετάνιου» (δημοσιεύτηκε ανώνυμα στη Νάπολη το 1952).
Γι αυτό το έργο του ο ποιητής έγραψε: «Σε αυτό τον τόπο που η ομορφιά του μας μεθούσε, ο έρωτάς μας φούντωνε σταθερά. Δε θα μπορούσαμε πια να ζήσουμε χωριστά. Εκεί τελείωσα τους “Στίχους του Καπετάνιου”, ένα βιβλίο αγάπης, όλο πάθος αλλά και οδύνη, που εκδόθηκε αργότερα ανώνυμα στη Νεάπολη.
Και τώρα θα πω την ιστορία αυτού του βιβλίου, ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα έργα μου. Έμεινε για πολύ καιρό ένα μυστικό, για πολύ καιρό δεν έφερνε στο εξώφυλλό του το όνομά μου, λες και το είχα αποκηρύξει ή πως το ίδιο το βιβλίο δεν ήξερε ποιος ήταν ο πατέρας του. Υπάρχουν φυσικά παιδιά, βλαστάρια φυσικού έρωτα, και μ’ αυτή την έννοια, “Οι Στίχοι του Καπετάνιου” είναι ένα φυσικό βιβλίο.
Τα ποιήματα που το απαρτίζουν είχαν γραφτεί εδώ κι εκεί, κατά τη διάρκεια της εξορίας μου στην Ευρώπη. Η αγάπη μου για τη Ματίλδη, η νοσταλγία για τη Χιλή, τα πάθη της κοινωνικής συνείδησης γιομίζουν τις σελίδες αυτού του βιβλίου που βγήκε σε πολλές εκδόσεις χωρίς το όνομα του συγγραφέα του».
Το 1952 και ενώ βρίσκεται στην Ιταλία, ενημερώνεται ότι μπορεί να επιστρέψει στη χώρα του, όπου γίνεται δεκτός με ενθουσιασμό. Μόλις επιστρέφει στη Χιλή (1952), παντρεύεται την Ματίλντε, το μεγάλο έρωτα της ζωής του.
Την επόμενη χρονιά (1953), του απονέμεται το βραβείο Στάλιν, ως αναγνώριση για τους αγώνες του υπέρ της Ειρήνης των Λαών και το 1965 το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης τον ανακηρύσσει διδάκτορα.
Διάσημος ο Νερούδα, από το 1952 έως το 1957, ζει ήρεμα και δημιουργικά στην πατρίδα του. Δημοσίευσε το βιβλίο «Τα σταφύλια και ο άνεμος» και έγραψε τις «Στοιχειώδεις Ωδές», «Νέες Στοιχειώδεις Ωδές», «Ωδές, τρίτο βιβλίο». Οργάνωσε στο Σαντιάγο Συνέδριο με θέμα «Η κουλτούρα της αμερικανικής ηπείρου» και ταξίδεψε σε πολλές χώρες. Τον Απρίλη του 1957, άρρωστος, πηγαίνοντας μέσω Μπουένος Αϊρες στην Κεϋλάνη για ένα Συνέδριο Ειρήνης, συλλαμβάνεται από την Αστυνομία του διαδόχου του Περόν, πλην …«δημοκράτη» δικτάτορα Αραμπούρου. Χάρη στην αλληλεγγύη των Αργεντινών και Χιλιανών συγγραφέων, ο ποιητής αποφυλακίζεται και πάει στο συνέδριο. Τα χρόνια που ακολούθησαν ξαναταξίδεψε σε σοσιαλιστικές χώρες, δυτικές και λατινοαμερικάνικες. Στη σοσιαλιστική Κούβα, έγινε φίλος με τους ηγέτες της επανάστασής της Φιντέλ Κάστρο και Τσε Γκεβάρα, στους οποίους αφιερώνει πολλές σελίδες των απομνημονευμάτων του.
Στη δεκαετία του 1960, το ΚΚΧ απονέμει στον Νερούδα το μετάλλιο «Ρεκαμπάρεν» (η ανώτατη κομματική διάκριση στη μνήμη του πρωτοπόρου «οδηγητή» της εργατικής τάξης της Χιλής).
Στα 1970, ένα πρωί, διηγείται ο ποιητής, πήγαν στο σπίτι του στην Ισλα Νέγκρα «ο γενικός γραμματέας του κόμματός μου και άλλοι σύντροφοι. Έρχονταν να μου προσφέρουν την υποψηφιότητα για την Προεδρία της Δημοκρατίας, για λογαριασμό του κόμματός μας, υποψηφιότητα που θα πρότειναν στα έξι – εφτά κόμματα της “Λαϊκής Ενότητας”». Ο Νερούδα δέχτηκε, υπό τον όρο, όπως συμφώνησαν, να παραιτηθεί αν βρεθεί άλλος υποψήφιος. Με την υποψηφιότητά του, «άρπαξε φωτιά» η ψυχή του χιλιάνικου λαού. Χιλιάδες λαού τον αγκάλιαζαν και τον φιλούσαν.
«Σε μιαν ευτυχή στιγμή έφθασε η είδηση: Ο Αλιέντε βέβαιος υποψήφιος της “Λαϊκής Ενότητας”». Ο Νερούδα παραιτείται, μιλά σε προεκλογική συγκέντρωση και ζητά από το λαό να ψηφίσει τον Αλιέντε. Η «Λαϊκή Ενότητα» νικά και στέλνει (Μάρτη του 1971) τον ποιητή ως πρέσβη στο Παρίσι, θέση που θα κρατήσει μέχρι το 1972.
Η διεθνής κοινή γνώμη, με την ποίηση και τη διπλωματική δράση του Νερούδα, μαθαίνει και εκτιμά τα λαϊκά οράματα και προγράμματα της ειρηνικής χιλιανής επανάστασης. Αλλά και οι έξωθεν και έσωθεν αντίπαλοί της οργανώνουν τη δόλια αντεπίθεσή τους. Οι ΗΠΑ (Νίξον, ΙΤΤ, «Coca Kola», κλπ.) μεθοδεύουν την αρπαγή-κατάσχεση του κρατικοποιημένου από τον Αλιέντε χαλκού της Χιλής. Οι λιμενεργάτες της Γαλλίας και της Ολλανδίας, συμπαραστεκόμενοι στο χιλιάνικο λαό, δεν ξεφορτώνουν στα λιμάνια των χωρών τους τον παράνομα κατασχεμένο χαλκό. Η αμερικανοκίνητη αντίδραση λυσσομανά στη Χιλή. Δολοφονεί τον δημοκράτη αρχηγό του χιλιάνικου Στρατού, Σνάιδερ. Το στρατοδικείο καταδικάζει το φονιά σε τριάντα χρόνια φυλακή, αλλά ο αντιδραστικός Αρειος Πάγος μειώνει την ποινή σε δύο χρόνια!
Ο Νερούδα είναι άρρωστος από καρκίνο, όταν το 1971 του απονέμεται το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ταξιδεύει στη Στοκχόλμη για να παραλάβει το βραβείο. Η διάκριση αυτή ξαφνιάζει, αφού ήταν γνωστό πως η Ακαδημία δε βραβεύει κομμουνιστές.
Ο ίδιος ο Νερούδα διηγείται στην αυτοβιογραφία του: «Ο γηραιός μονάρχης έμεινε περισσότερο χρόνο μαζί μου, από ότι με τους υπόλοιπους, σφίγγοντας το χέρι μου με προφανή συμπάθεια. Ίσως θυμήθηκε τη στάση των παλαιών ευγενών της αυλής προς τους γελωτοποιούς».
Η χιλιανή επανάσταση ζητά από τον ποιητή της να γυρίσει από το Παρίσι, για να βοηθήσει στις εκλογές της 4ης Μάρτη 1973.
Η τελευταία μεγαλειώδης εμφάνιση του πραγματοποιείται στις 5 Δεκεμβρίου του 1972 στο Εθνικό Στάδιο του Σαντιάγο. Το παρόν δίνουν 70.000 άτομα, τα οποία τον αποθεώνουν.
Άρρωστος, ήδη, από λευχαιμία, Γενάρη του 1973, ο Νερούδα επιστρέφει κι αρχίζει τον αγώνα κατά των εχθρών της λαϊκής κυβέρνησης. Γενάρη γράφει το έργο «Παρακίνηση σε νιξοκτονία και εγκώμιο στη χιλιανή επανάσταση» (κυκλοφόρησε το 1973, σε μετάφραση Δανάης Στρατη). Εργο, άκρως επίκαιρο, σήμερα. Αξίζει να παραθέσουμε ελάχιστα, έστω, αποσπάσματά του:
Αρχίζοντας το ποίημά του, ο Νερούδα «καλεί» τον μεγάλο Αμερικάνο ποιητή Γουόλτ Γουίτμαν να τον βοηθήσει:
«να σκοτώσουμε απ’ τη ρίζα, στίχο το στίχο
τον Νίξον, τον αιμόχαρο πρόεδρο»,
γιατί
«Πάνω στη γη δεν υπάρχει ευτυχισμένος άνθρωπος,
κανένας δε δουλεύει καλά στον πλανήτη
όσο η μύτη του ανασαίνει στην Ουάσινγκτον».
Ο Νερούδα ποιητικά κηρύττει την έναρξη της «δίκης» του Νίξον:
«Δε θα ‘ναι για εκδίκηση ο χαμός του
μα για ό,τι τραγουδάω και πιστεύω:
στόχος μου η ειρήνη κι η ελπίδα.
Για χίλιους λόγους αγαπάω την ειρήνη:
ένας, γιατί ο ύμνος της δουλειάς
δένει με το ηλιόχρωμα του λεμονιού.
Αλλος γιατί τα λαϊκά προγράμματα
θα φτιάξουνε τρακτέρ και κερασιές:
όλα τα καταφέρνουνε οι έρωτες κι η αγάπη
του λαού, μέσα στην πάλη του.
Καλούνται όλοι οι άντρες να τον σβήσουνε
τον ματωμένο απατεώνα Αρχηγό,
που διάταξε λαοί ολόκληροι να πάψουνε να ζουν,
Κλητεύω το φονιά και τον υποχρεώνω
να δικαστεί απ’ τους φτωχούς ανθρώπους
Η φτωχιά πατρίδα μου, αδιάλλαχτη
μέσα από λεηλασίες και σκουριές
περίμενε του ξυπνημού την ώρα. Και καθείς
καταλαβαίνει πως ο Σαλβαδόρ Αλιέντε
απ’ τα βορειοαμερικάνικα χαυλιόδοντα
γλίτωσε το χαλκό μια και καλή
κυρίαρχο χαρίζοντάς τον πάλι στη Χιλή.
Εγώ θα μείνω με τους εργάτες να τραγουδήσω
για των ψαράδων τον ωκεανό,
για το ψωμί των παιδικών μας αηδονιών,
και για την αγροτιά και για τ’ αλεύρι μας,
τη θάλασσα, το ρόδο και το στάχυ,
τους σπουδαστές, τους ναύτες, τους φαντάρους,
για όλους τους λαούς σ’ όλους τους τόπους,
για τη λυτρωτική τη θέληση
των πορφυρών λαβάρων της αυγής.
Πάλεψε πλάι μου, κι εγώ θα σου χαρίσω τα όπλα όλα της ποίησής μου»,
καλούσε το λαό του ο ποιητής.
Το Φεβρουάριο του 1973 παραιτείται από το διπλωματικό του αξίωμα και αποσύρεται στο σπίτι του, στην Ίσλα Νέγρα.
Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1973 ο στρατηγός Πινοσέτ με πραξικόπημα ανατρέπει την κυβέρνηση του Σαλβαδόρ Αλιέντε και καταλαμβάνει την εξουσία. Ο Νερούδα αποφασίζει να φύγει από τη Χιλή, γνωρίζοντας πως θα του ασκηθεί δίωξη και πως θα έρθει αντιμέτωπος με τη θανατική καταδίκη.
Μία μέρα πριν από την προγραμματισμένη αναχώρησή του, στις 23 Σεπτεμβρίου, μεταφέρεται στο νοσοκομείο του Σαντιάγο και έξι ώρες μετά την εισαγωγή του πεθαίνει.
Για χρόνια, η οικογένεια του και πολλοί Χιλιανοί πίστευαν πως ο θάνατος του προήλθε από δηλητηρίαση που μεθοδεύτηκε από το στρατιωτικό καθεστώς.
Επίσημη έρευνα για τα αίτια θανάτου του ποιητή ξεκίνησε το 2011, και το 2015, ο δικαστής που ήταν υπεύθυνος των ερευνών, ζήτησε την εκταφή του.
Στις 25 Μαρτίου του 2015, επίσημο κυβερνητικό έγγραφο ανέφερε πως «έγινε στον Νερούδα παυσίπονη ένεση που πιθανώς προκάλεσε καρδιακό επεισόδιο».
Οι έρευνες αποκάλυψαν πως κατά τη διάρκεια της παραμονής του Πάμπλο Νερούδα στο νοσοκομείο εντοπίστηκαν διάφορες παρατυπίες. Η ένεση δεν έγινε ενδοφλέβια, όπως είθισται, αλλά στην κοιλιακή χώρα, ενώ δεν έγινε ποτέ γνωστό τι περιείχε, αλλά ούτε και ποιος την έκανε.
Την ίδια χρονιά, ο δικαστής ζήτησε την επανενταφή της σορού του.
Διεθνής ομάδα 16 ειδικών έκανε γνωστό την Παρασκευή 20/10/2017 ότι κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο θάνατος του μεγάλου κομμουνιστή ποιητή Πάμπλο Νερούδα, λίγες ημέρες μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του Πινοσέτ στη Χιλή, το 1973, δεν οφειλόταν στον καρκίνο από τον οποίο έπασχε, όπως αναφέρεται στο πιστοποιητικό του θανάτου του.
«Αυτό που είναι 100% σίγουρο, είναι πως στο πιστοποιητικό δεν αναφέρεται η πραγματική αιτία θανάτου», τόνισε κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου ο Δρ. Αουρέλιο Λούνα εξ ονόματος της επιτροπής ειδικών στην οποία η δικαιοσύνη της Χιλής ανέθεσε να εξακριβώσει αν ο θάνατος του ποιητή οφειλόταν στον καρκίνο ή αν δολοφονήθηκε από τη στρατιωτική χούντα του στρατηγού Πινοσέτ (1973-1990).
«Κατόπιν της ανάλυσης των δεδομένων, δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι ο ποιητής διέτρεχε άμεσο κίνδυνο θανάτου όταν εισήχθη στο νοσοκομείο», εξήγησε ο Λούνα. Πρόσθεσε πάντως ότι «δεν μπορούμε να επιβεβαιώσουμε αν ο θάνατος του Πάμπλο Νερούδα οφειλόταν σε φυσικά αίτια ή ήταν βίαιος».
Αυτός ήταν ο Πάμπλο Νερούδα, ο «σπουδαιότερος ποιητής του 20ού αιώνα», σύμφωνα με τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές. Η ποιητική του αίγλη συμβάδισε μια ολόκληρη ζωή με την αγωνιστική του παρουσία.
Η κηδεία του γίνεται στο Γενικό Κοιμητήριο του Σαντιάγο, και παρά την προειδοποίηση του στρατηγού Πινοσέτ, χιλιάδες κόσμου, ανάμεσά τους και πολλοί κομμουνιστές και αριστεροί, αποχαιρετούν τον ποιητή τους. Το νεκροταφείο ήταν κυκλωμένο από οπλισμένους στρατιώτες και ελεύθερους σκοπευτές. Ο κόσμος τραγουδάει το «Cancion del poder popular» και τη Διεθνή, αποθεώνοντας τον Πάμπλο Νερούδα και τον Αλιέντε, και φωνάζοντας συνθήματα κατά του Πινοσέτ. Στο τέλος της κηδείας, η αστυνομία συλλαμβάνει πλήθος εκ των παρευρισκομένων, τα ίχνη των οποίων αγνοούνται έως και σήμερα.
Το δικτατορικό καθεστώς, μέχρι και το 1990, είχε απαγορεύσει την κυκλοφορία των έργων του Νερούδα.
Επιστρέφοντας στο Μουσικό Αύγουστο του 1977, εδώ το έργο, όπως το μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης.
Κλείνω με δυο από τα πιο χαρακτηριστικά ποιήματα που προσωπικά θεωρώ ως τα σημαντικότερα.
Το πρώτο είναι Los Libertadores με τη Μαρία Φαραντούρη.
Το δεύτερο La United FruitCo. με τον Πέτρο Πανδή
Ο ποιητής, υμνητής των αγώνων των λαών, ήταν αδύνατον να μην ασχοληθεί με την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη. Παρακάτω το ποίημα του Πάμπλο Νερούδα.
ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ Ο ΗΡΩΣ
Έτσι ανάμεσα
στους κίονες,
ο Μπελογιάννης.
Δωρική είναι η άλως
όλη φως γύρω
στους κροτάφους του
το έγκλημα
δεν το φωτίζουν αυτοκίνητα.
Είναι ολόκληρος
πλανήτης, είναι αστέρι
πορφυρό,
είναι η πύρινη λάμψη
της αρχαίας και της νέας
φλόγας
της γης…
Πέφτει, τον πυροβόλησαν
από το Πεντάγωνο,
σφαίρες που
διαπερνάνε
τη θάλασσα
για να καρφωθούνε στο
υπέρλαμπρο στήθος του,
σφαίρες μαζεμένες
από υπάνθρωπα αγκάθια
για να τις μπάσουν στο
λευκοπράσινο
σπήλαιο
της Ελλάδας,
πιτσιλίζοντας με αίμα
τα φύλλα της ακάνθου.
Ποιητές σαν τον Πάμπλο Νερούδα δεν τελειώνουν με ένα αφιέρωμα, ούτε μπορεί να κλειστούν σε κάμποσες σελίδες, αφού θα υπάρχουν κι άλλες κι άλλες που δε δημοσιεύονται. Όμως η ποίησή τους, αυτή η ατελείωτη σειρά στίχων που ξεσηκώνουν κάθε αίσθηση, αξίζει να διακινείται, να μαθαίνεται. Γιατί όσο θα υπάρχει ποίηση, θα υπάρχουν άνθρωποι που θα αγωνίζονται για να αλλάξουν τον κόσμο…
Σύνταξη – Επιμέλεια: Γιάννης Αγγέλου
Πηγές:
www.mikistheodorakisorchestra.gr/,
dioti.gr/,
«Οι Στίχοι του Καπετάνιου», Εκδόσεις Ενδυμίων, 2014