Παραμονές Πρωτοχρονιάς, με τις υποσχέσεις των Χριστουγέννων,
και απειλές, τις ιαχές των αγγέλων, για έναν έναστρο κόσμο φανταστικό,
στης βαρυχειμωνιάς μας, τον πολύπαθο ορυμαγδό…
Φορτωμένοι με «δώρα», για ένα αχόρταγο, κι ανάλγητο εγώ,
κι ένα κους κους, για «προφητικό» καφέ, στης καφετζούς το ρετιρέ…
Στα στέκια των εμπόρων αγόρασες ελπίδα,
κι αν έχεις τρέντυ λογισμό, χαιρέτα την Ιθάκη σου,
δεν έχει για σε πηγεμό…
Στων «κυρ Παντελήδων» τον βηματισμό,
όλοι τριγύρω, φευγάτοι εν – δύο, εν – δυό,
σ έναν αλύτρωτο κι αδιέξοδο προορισμό…
Δεν τό ‘χουν Παναγιώτη από κανένα «δεσπότη», μαθημένο αυτό,
το «σκύψε για τον άνθρωπο…»
Μόνο στ’ αφεντικό, σε κάθε χάρτινο, επίγειο κι επουράνιο θεό…
Πλατεία Ομονοίας, πανανθρώπινη ταυτότητα ζητάς,
των πολέμων τα σημάδια σου μετράς και των πολέμαρχων στολές φοράς.
Πλατεία Ομονοίας, οι συρμοί σου τυφλοί που δεν σταματούν…
Τι κι αν πεθαίνεις Παναγιώτη, δεν σε κοιτούν….
Πλατεία Ομονοίας, οι ζωές μας συρμοί σε γραμμές του σταυρού,
φονικό και σύμβολο ενός θεού.
Πλατεία Ομονοίας, ανοχή κι αδιαφορία είσαι τάφος πολλών,
ζωντανών και πεθαμένων ονείρων, μανουάλι κέρινων στρατιωτών…
Μολυβδαίνιο μου στρατιωτάκι, σβήνεις, λιώνεις…
Δεν έχει η ντόπα τους για σε άγιο,
στον Ελεύθερο Κόσμο τους , οι ζωές μας ναυάγιο…
«Ένα πρεζόνι…» λένε, κι αλλού κοιτούν…
μη φοβηθούν, την δική τους “δόση” αναζητούν…
Όλο βιαστικοί σε προσπερνούν πεσμένο κάτω,
απ’ το σταυρό του απόκοσμου Γολγοθά σου,
δραπέτης βιαστικός δεν μιλάς, στην άπονη ματιά τους…
χωρίς τράτο… πηδάς στον Αχέροντα, με λυτρωτικό σάλτο….
Πλατεία Ομονοίας,
Είσαι το στέκι των άστεγων ελλήνων, των κυνηγειμένων προσφύγων,
Είσαι το όνειδος, των βολεμένων ελλήνων…
Πλατεία Ομονοίας, σταυροδρόμι κάθε ανεκπλήρωτου καημού…
Το ραντεβού της ιστορίας, με το Θ-αίμα κάθε επαναστατημένου του λαού…
Πλατεία Ομονοίας, το όνομά σου ξεχειλωμενη μορφή,
κακάσχημη με τα λίφτινγκ.
Κι εσύ διαβάτη που περνάς, που να βρεις πρόσωπο ανθρωπιάς
και μια σειρήνα λυτρωτική για του Παναγιώτη τη ζωή…
Τριαντάφυλλος Μπαλωμένος
ανθυπαστυνόμος ε.α.