Ο Νίκος Κουρής είναι παράδειγμα ανθρώπου που δούλεψε πολύ με τον εαυτό του. Στην εφηβεία πάλεψε με προβλήματα υγείας, αλλά και με τον θυμό, τον εγωισμό, την έλλειψη αυτοπεποίθησης και την απαισιοδοξία που του προκάλεσαν. Αντιμετώπισε με δύναμη και πείσμα την απόλυτη απαξίωση, όταν αποφάσισε να γίνει ηθοποιός.
Ο ίδιος λέει πως μέχρι τα 30 του χρόνια, έζησε σχεδόν εφιαλτικά. Σήμερα, πιο δυνατός από ποτέ, ώριμος και ψυχικά τολμηρός, κατάφερε να λύσει την εξίσωση της ζωής του, δεν την «ψώνισε» με την επιτυχία σε θέατρο, σινεμά και τηλεόραση και κατάφερε να γίνει ένας σπουδαίος ηθοποιός, ένα πολύτιμο άθροισμα των εμπειριών και των ρόλων του.
Σε αυτήν την πιο καλή στιγμή της ζωής του, που προχωράει όπως ονειρευόταν, «με ποίηση, ομορφιά κι αληθινό βλέμμα στην πραγματικότητα», πρωταγωνιστεί σ’ ένα θεατρικό έργο που αγαπάει πολύ, συμμετέχει σε μια τηλεοπτική σειρά για την οποία νιώθει υπερήφανος, τις «Άγριες Μέλισσες», παρουσιάζει ένα τηλεπαιχνίδι γνώσεων και κάνει σχέδια.
- Αναρωτιέμαι αν υπήρξαν επιλογές και «όχι» σου, που – ενώ σε δυνάμωσαν – επηρέασαν αρνητικά την καριέρα σου. `Η και το αντίθετο, να σε πίεσαν πολύ αλλά τελικά να σου βγήκαν σε καλό.
Όταν επιλέγεις κάτι, αυτομάτως κάτι χάνεις, κάτι αποκλείεις. Τα «όχι» μου προφανώς μου στοίχισαν. Και τα «ναι» μου, όμως! Με τη διαφορά ότι τα «όχι» δεν αρέσουν σε κανέναν! Τα «ναι» πάλι δεν ξέρεις πού σε πάνε, παρόλο που συνήθως, αν όχι πάντα, ικανοποιούν τους άλλους. Κάτι εκχωρούν. Δίνουν την ψευδαίσθηση της συμφωνίας! Η ζωή, λοιπόν, και ο χρόνος δίνουν όλες τις απαντήσεις! Πάντως, δεν μετανιώνω για τίποτα! Τα «όχι» μου μου χάρισαν αυτοεκτίμηση.
- Τι σου έμαθε η πρώτη σου παράσταση, ο «Γυάλινος Κόσμος», στο «Εμπρός»;
Ήταν η πρώτη μου εμπειρία! Και ως πρώτη τα έχει μέσα όλα! Όλα όμως! Την απόλυτη ευτυχία με την απόλυτη δυστυχία! Όλα σε βαθμό απόλυτο. Αλλά δεν ξεχνώ ποτέ την τύχη που μου χαρίστηκε! Ήμουν τυχερός, αυτό είναι σίγουρο. Συνάντησα τον Δημήτρη Μαυρίκιο! Τον ευχαριστώ κάθε μέρα! Μέσα μου. Αυτό πάντως που έμαθα από όλο αυτό, είναι η δυσκολία της διαχείρισης της επιτυχίας.
- Το πρώτο σου χαστούκι, η πρώτη απογοήτευσή σου στο θέατρο ή στο σινεμά;
Αυτή η δουλειά διογκώνει τα χαστούκια. Είναι συνεχή, καθημερινά, εκεί που δεν τα περιμένεις, παίρνουν χιλιάδες μορφές! Ωστόσο, θα ήμουν αχάριστος αν έλεγα ότι έφαγα χαστούκια απόρριψης. Όχι. Θα ήθελα μόνο να είχα δώσει κι εγώ μερικά χαστούκια στον εαυτό μου. Θα είχα κερδίσει χρόνο. Ταυτόχρονα θα ήθελα να τον είχα αγαπήσει λίγο περισσότερο.
- Στην εφηβεία σου είχες ήδη δει πολύ θέατρο και μάλιστα έργα του Παπαβασιλείου και του Μπαντή. Ποιοι σε βοήθησαν όταν αποφάσισες να γίνεις ηθοποιός;
— Είδα πρώτη μου φορά θέατρο, σε παράσταση του Βασίλη Παπαβασιλείου κι αμέσως μετά, είδα στο θέατρο «Εμπρός» τον «Σωσμένο» του Εντουαρτ Μποντ, σε σκηνοθεσία του Τάσου Μπαντή! Ο Τάσος ήταν κι ο πρώτος άνθρωπος που ασχολήθηκε μαζί μου, προκειμένου να δώσω εξετάσεις σε δραματική σχολή! Ακολούθησαν ο Δημήτρης Καταλειφός και η Ράνια Οικονομίδου! Αυτοί ήταν οι πρώτοι άνθρωποι στη θεατρική μου ζωή! Τους ευχαριστώ για το ήθος τους, τους ευγνωμονώ για την αγάπη τους και τους χρωστάω την ύπαρξή μου στο Θέατρο!
- Τι είδους συγγένεια ένιωθες με τον άλλο δάσκαλό σου, τον Λευτέρη Βογιατζή;
Ένιωθα τη συγγένεια της συγκίνησης! Αυτό που νιώθει κανείς πολύ δύσκολα και πολύ σπάνια, όταν έχει την τύχη να συναντήσει έναν άνθρωπο ή μια στάση ζωής που τον αλλάζει οριστικά και αμετάκλητα.
- Τι εννοούσε όταν έλεγε πως «αν αρχίσεις κάτι και το κάνεις καλά, το θέμα είναι σε ποια υπηρεσία το θέτεις»;
Ο Λευτέρης έλεγε αυτό και επίσης πολλά άλλα. Νομίζω πως πίστευε ότι όλοι κάπου είναι καλοί. Αυτό που έχει σημασία, είναι σε ποια υπηρεσία το θέτουν. Τι επιλέγεις δηλαδή να κάνεις, προς τα πού στρέφεις αυτό που ξέρεις να κάνεις καλά. Σε ποιον δίνεις λογαριασμό. Τι πραγματικά επιθυμείς. Πώς κυκλοφορείς μέσα στη ζωή. Ποια είναι τα προσωπικά σου χαρακτηριστικά. Με λίγα λόγια, πώς επιβάλλεσαι στα φτηνά σου κομμάτια για να υπηρετήσεις έναν σημαντικό σκοπό, έναν πιο ακριβό εαυτό, αν βεβαίως του δώσεις αυτήν την ευκαιρία.
- Είσαι κοντά 30 χρόνια σ’ αυτήν τη δουλειά κι έχεις πει πως «είναι πολλά τα ποδάρια της κακοποίησης». Στη διαδρομή σου, βίωσες απόπειρες κακοποίησής σου;
Μα φυσικά. Παρ’ όλα αυτά πιστεύω ότι όλη την ευθύνη την είχα εγώ! Είτε γιατί δεν μίλησα όταν έπρεπε είτε γιατί δεν έκανα κάτι δραστικό είτε γιατί το ανέχτηκα για τους δικούς μου προσωπικούς λόγους. Πάντως δεν ήταν φανερές κακοποιήσεις ούτε είχαν σεξουαλικό περιεχόμενο.
- Οι διαστάσεις των καταγγελιών για κακοποίηση γυναικών (του λεγόμενου κινήματος #metoo) επαναπροσδιόρισαν πιστεύεις τη συμπεριφορά των ανθρώπων στον χώρο σας; Μπήκε ένα καινούργιο όριο;
Προφανώς μπήκε ένα καινούργιο όριο! Αυτό είναι πολύ καλό. Για μένα, πάντως, όλα ξεκινούν και τελειώνουν τη στιγμή που επιλέγεις με ποιους ανθρώπους θα συμπορευτείς. Εγώ, λοιπόν, όπου δω ξανά κακοποίηση μπροστά μου, οποιασδήποτε μορφής, θα επέμβω δραστικά! Και βεβαίως, θα είμαι πλέον κι εγώ προς τον εαυτό μου και τους άλλους πολύ πολύ προσεκτικός.
- Αν είναι αλήθεια αυτό που μου έχεις πει κάποτε, πως η φύση σου είναι η κωμωδία και πως εκεί αναπνέεις καλύτερα, γιατί έχεις κάνει ελάχιστη;
Αυτό λέγεται επαγγελματική παρεξήγηση. Καθόλου πρωτότυπο. Χαχαχα. Η ζωή είναι μπροστά ή μάλλον πιο σωστά η ζωή είναι τώρα. Προλαβαίνω.
- Πάλεψες γενναία με την κατάθλιψη, από τα 20 μέχρι τα 36 σου. Η μάχη μαζί της τελείωσε;
Την κατάθλιψη κάποια στιγμή πρέπει να την αντιμετωπίσεις κατάματα. Δεν γλιτώνεις απ’ αυτό! Το μόνο σίγουρο. Η μάχη δεν τελειώνει. Από τη στιγμή που αποδέχεσαι το πρόβλημα, το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να δοκιμάζεις ακούραστα τις λύσεις! Όλο το πράγμα έχει να κάνει με την αυτοβελτίωση.
- Με τον διαβήτη τι γίνεται; Γιατί φοβόσουν τόσα χρόνια να το μοιραστείς; Νόμιζες ότι θα θεωρήσουν πως δεν είσαι ικανός για κάποια πράγματα; Κατάφερες ωστόσο με πολύ αγώνα ν’ ανταποκριθείς στις απαιτήσεις του, να είσαι ηθοποιός και διαβητικός. Τώρα πώς είσαι;
Το έπαθα στα 13 μου και τότε, το 1987, την εποχή του Τσέρνομπιλ, τον διαβητικό τον θεωρούσαν τελειωμένη υπόθεση. Πίστευαν πως πρέπει να μένεις μέσα στο σπίτι, μην κάνοντας τίποτα. Τώρα είμαι στην καλύτερή μου φάση. Φοβόμουν όλα αυτά που είπες και άλλα τόσα. Τώρα δεν φοβάμαι τίποτα. Είμαι έτοιμος, μάλιστα, να βοηθήσω όποιον είναι έτοιμος να βοηθηθεί. Τόσο απλά.
- Στην παράσταση «Η γίδα ή Ποια είναι η Σύλβια;» είσαι ο οικογενειάρχης Μάρτιν, που χωρίς να πάψει να αγαπάει τη γυναίκα του, ερωτεύεται την Σύλβια, η οποία «τυχαίνει» να είναι… γίδα! Πρόκειται για ένα από τα κορυφαία και πιο τολμηρά έργα του Αλμπι, μαζί με το «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ;». Τι υποδεικνύει αυτό το έργο;
Τέσσερα χρόνια μετά, που ασχολούμαι μ’ αυτό το έργο, έχω να πω μόνο μια φράση. Στον βαθμό που δεν κάνεις κακό στους άλλους και στον εαυτό σου, μπορείς να δοκιμάσεις τα πάντα, χωρίς αναστολή.
- Ο Αλμπι έχει πει πως «οι άνθρωποι λένε ψέματα στον εαυτό τους για το ποιοι είναι και πώς βλέπουν τον εαυτό τους». Το συγκεκριμένο πολυβραβευμένο έργο του πώς σχολιάζει την αδυναμία μας να είμαστε αντικειμενικοί με …εμάς;
Δεν μπορείς να είσαι αντικειμενικός απέναντι στον εαυτό σου, ούτε καν με τους άλλους. Ο εαυτός σου δεν είναι κάτι παγιωμένο, για να τον κάνεις κάδρο και να τον κρεμάσεις στον τοίχο. Δεν είναι άγαλμα να τον βάλεις στο μουσείο για να τον βλέπουν οι τουρίστες. Ζήσε κάθε μετακίνηση και αλλαγή χωρίς φόβο, αλλά με πάθος. Δώσε του τη δυνατότητα να ανακαλύψει τα ψέματά του. Ο εαυτός σου διαφεύγει! Και δεν είναι δικός σου. Αγάπησέ τον. Αποκάλυψέ τον. Θα σε ανταμείψει.
- Ζώντας καθημερινά τη δυστοπία των ρεκόρ κρουσμάτων – και με τα τόσα θέατρα να κλείνουν – πιστεύεις πως θα τα βγάλουμε πέρα με ευχολόγια και συστάσεις ατομικής ευθύνης, χωρίς ουσιαστική αντιμετώπιση της πανδημίας και στήριξη του δημόσιου συστήματος Υγείας;
Η στήριξη του δημόσιου συστήματος Υγείας είναι το πρώτο σημαντικό. Το δεύτερο είναι η αμηχανία μας γι’ αυτό που δεν μπορούμε να ελέγξουμε. Το τρίτο ότι δεν υπάρχουν μέτρα και απαντήσεις που να μας καθησυχάζουν. Το τέταρτο ότι όλα ήταν, είναι και θα είναι διαλυμένα σ’ αυτή τη χώρα που τα πράγματα δεν λειτουργούν. Άρα χρειάζεται αυτοπροστασία, σεβασμός του άλλου, κοινός νους και αυτενέργεια.
- Πώς θα χαρακτήριζες αυτόν τον ορυμαγδό μέτρων, τα οποία επαναλαμβάνονται – χωρίς κανένα αποτέλεσμα – οδηγώντας σε τραγικά αδιέξοδα και αποτελέσματα;
Τι να προσθέσω παραπάνω σ’ αυτό που αισθάνομαι ότι νιώθουμε όλοι; Σαν να ζούμε σε μια μαύρη τρύπα, σ’ ένα βαρέλι δίχως πάτο.
- Πώς αντιλαμβάνεσαι, στη ζωή σου και στην πράξη, τις συνέπειες μιας πολιτικής που χτυπάει τα δικαιώματά μας στην υγεία και τη ζωή μας;
Η πραγματικότητα είναι τερατώδης! Εγώ δεν είμαι πολιτικός ούτε έχω άποψη για όλα! Αυτό θέλει μεγάλα κότσια, θέλει να χτίσεις μέσα σου έναν κόσμο. Αυτό προσπαθώ να κάνω λοιπόν, χτίζω έναν κόσμο εσωτερικής δύναμης για να αντέξω την πραγματικότητα.
- Τι σε εξοργίζει περισσότερο αυτήν την περίοδο;
Τα αμετακίνητα κομμάτια μας και η ξεροκεφαλιά μας.*
«Η γίδα ή Ποια είναι η Σύλβια;» του Εντουαρντ Αλμπι. Μετάφραση – σκηνοθεσία Νικορέστης Χανιωτάκης.
Πρωταγωνιστούν: Νίκος Κουρής, Λουκία Μιχαλοπούλου, Γιάννης Δρακόπουλος, Μιχαήλ Ταμπακάκης. «Θέατρο Αθηνών».
Συνέντευξη στη
Σεμίνα ΔΙΓΕΝΗ