Τα παπούτσια του Μαραντόνα*
Απόψε η συνεδρίαση της ΕΝΩΣΕΩΣ εκατομμυριούχων
γίνεται για ευαγή σκοπό. Απ’ έξω
το πολυτελές μέγαρον κατάφωτο.
Μέσα τα φώτα χαμηλωμένα.
Στα κρουστά στήθη των δεσποινίδων
αναπαύονται ζηλότυπα
οι στιλπνοί βόστρυχοι της κεφαλής τους.
Στα τολμηρά ντεκολτέ των κυριών
λαμπυρίζουν προκλητικά τα πολύτιμα πετράδια
υπογραμμίζοντας τα ίχνη,
που άφησαν στο δέρμα τους
τ’ αδυσώπητα πέλματα
του πανδαμάτορα χρόνου.
Μια ανισόμερη κατανομή βαρών,
αφήνει στα μπράτσα των νεαρών
να στηρίζουν τα περιττά βάρη τους οι κυρίες,
ενώ οι υπερμεγέθεις γαστέρες των κυρίων
αναπαύονται στα ντελικάτα χέρια των δεσποινίδων.
Τα ψηλά καπέλα ισκιώνουν
τις ψιλές κεφαλές
και τα φράκα των κυρίων με τις ουρές
δίνουν τον επίσημο τόνο στην περίπτωση.
Η ΕΝΩΣΙΣ των εκατομμυριούχων
βγάζει στον πλειστηριασμό
τα παπούτσια του Μαραντόνα.
Μετά το «άλα ούνο, άλα ντούε, άλα τρε»
της σφύρας του προέδρου στο έδρανο
ο πλειστηριασμός έκλεισε
κι οι προβολείς δείξανε στο καντράν
έναν υψηλό αριθμό
να τον ακολουθούν αρκετά μηδενικά.
Οι συνδαιτημόνες λόρδοι
μ’ ένα χαρακτηριστικά ηχηρό χειροκρότημα
χαιρέτισαν το αποτέλεσμα.
Ο διάσημος της βραδιάς
γυρνώντας στην έπαυλή του
δεν μπορούσε να υπομείνει την οσμή,
που ανάδινε ο ιδρώτας
των παπουτσιών του Μαραντόνα
και τα πέταξε στον κάλαθο των αχρήστων.
Γεώργιος Σταθόπουλος (Ικλαιναίος)
*Διάσημος Λατινοαμερικανός ποδοσφαιριστής
Η τέχνη πρέπει να υπηρετεί τη ζωή τον άνθρωπο την κοινωνικότητα
Ο Γεώργιος Χρ. Σταθόπουλος (Ικλαιναίος) γεννήθηκε στο χωριό Ίκλαινα – Πύλου Μεσσηνίας το 1933.
Τελείωσε το γυμνάσιο Πύλου και πέρασε στην Νομική Αθηνών. Μετά από πολλές δυσκολίες και προβλήματα υγείας κατάφερε και τέλειωσε τις σπουδές του και πήρε την άδεια του δικηγόρου για τον Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιώς.
(Όπως λέει ο ίδιος …«Η άσκηση της δικηγορίας μόνο σαν ανέκδοτο μπορεί να θεωρηθεί. Η επιβολή της Χούντας αποτέλεσε την τελευταία σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Αφού έχασα 35 χρόνια από τη ζωή μου, μετανάστευσα στο Σικάγο, όπου άρχισα τη ζωή μου από την αρχή κάνοντας όποια δουλειά εύρισκα»).
Στο Σικάγο απέκτησε οικογένεια και έζησε για σαράντα χρόνια, δούλευε μέρα και νύχτα. Στην ξεκούρασή του – έγραφε στίχους χωρίς ελπίδα δημοσιότητας.
Τα τελευταία χρόνια ζει στη Φλώριδα, με μόνη συντροφιά το διάβασμα.
Μετά την παρότρυνση του γνωστού στα ελληνικά γράμματα κ. Μιχάλη Π. Δελησάββα, δημοσιεύει ό,τι είχε γραμμένο. Και συνέχισε να γράφει όπως και αυτή τη συλλογή ποιημάτων.
Ο ίδιος λέει «πιστεύω ακράδαντα, ότι η τέχνη και ιδιαίτερα η ποίηση, βγαλμένη μέσ’ από τη ζωή, πρέπει να υπηρετεί τη ζωή και τον Άνθρωπο στην ανώτερη μορφή της ύπαρξής του, που είναι η κοινωνικότητα».