Βάρη τέτοιας αταξίας
Μέσα στο πατρικό που κατοικείται
αλλά είναι κλειστό κι ατακτοποίητο,
διότι όλη την ημέρα η γυναίκα που το συντηρεί
τρέχει μ’ ένα δίσκο στο χέρι, − για να προλάβει
τα είκοσι τραπέζια με τις σαράντα τους καρέκλες
Το βράδυ
βρεθήκαμε σπίτι της, η κούραση είχε γονατίσει
τον καναπέ, το σύνθετο, τη βιβλιοθήκη. Η μάσκα
κολλούσε στα στόματά τους.
Σκουπίσαμε
τον ιδρώτα που ’σταζε στα μάτια μας.
− Κάτσε, μου λέει, ν’ ανοίξω τα παράθυρα
Δεν ήταν
μόνο η διάλυση που προχώραγε στο βλέμμα τους,
ήταν κι ο θυμός – κούφιος – για την ώρα
να κατανοήσουν δε μπορούσαν, γιατί στις πλάτες τους
φορτωνόντουσαν βάρη τέτοιας αταξίας,
ενώ δούλευαν
για τη διατήρηση και την ανάπτυξη
του νόμου και της τάξης.