Σεισμοί και έλεγχοι κτιρίων

EUROKINISSI

Του Σταύρου Τάσσου, σεισμολόγου

Ο σεισμός των 5,2 Ρίχτερ που έγινε στο θαλάσσιο χώρο της Χαλκιδικής στις 27 Σεπτεμβρίου 2020, όπως και κάθε σεισμός που γίνεται αισθητός, φέρνει στην επιφάνεια το ζήτημα της αντισεισμικής θωράκισης και του προσεισμικού ελέγχου των κτιρίων.

Είναι γνωστό ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να εμποδίσει τη γένεση ενός σεισμού, αλλά ούτε, σήμερα τουλάχιστον, και να τον προβλέψει με ακρίβεια τέτοια ώστε να εκκενώσουμε πόλεις, ή, σε χώρες υψηλής σεισμικότητας όπως η Ελλάδα, να αποκλείσουμε περιοχές που μπορεί να γίνει ένας καταστρεπτικός σεισμός. Αυτό όμως που μπορεί να κάνει είναι να ελαχιστοποιήσει τις επιπτώσεις των σεισμών .

Η θεωρία λέει, και η παρατήρηση επιβεβαιώνει, ότι ο σεισμικός κίνδυνος, δηλαδή το πόσο καταστρεπτικός είναι ένας σεισμός, εξαρτάται από δύο παράγοντες.

Έναν που ο άνθρωπος δεν μπορεί να ελέγξει, και αυτός είναι η σεισμική επικινδυνότητα, ως ποσοστό της επιτάχυνσης της βαρύτητας (g), που εξαρτάται κυρίως από την εγγύτητα της εστίας και του επικέντρου του σεισμού σε κατοικημένη περιοχή.

Και, έναν άλλο που ο άνθρωπος μπορεί να ελέγξει, και αυτός είναι η τρωτότητα των κατασκευών.

Για παράδειγμα, η σεισμική επικινδυνότητα του σεισμού των 5,9 Ρίχτερ που έγινε στην Αθήνα το 1999, ήταν μεγάλη επειδή το επίκεντρο του ήταν μέσα στην πόλη των Αθηνών. Γιαυτό είχαμε 140 νεκρούς, και σχεδόν 5000 κτίρια κατέρρευσαν, ή κρίθηκαν κατεδαφιστέα. Αντίθετα, η σεισμική επικινδυνότητα μια ακολουθίας τριών πολύ ισχυρότερων σεισμών, με μεγέθη 6,5 – 6,6 και 6,7 Ρίχτερ, που έγιναν από τις 14 μέχρι τις 20-2-2008 στο θαλάσσιο χώρο νότια της Μεθώνης, και σε απόσταση περίπου 50 χλμ από την Καλαμάτα, ήταν πολύ μικρή,και δεν προκάλεσαν παρά ελάχιστες και ελαφρές βλάβες, επειδή ακριβώς τα επίκεντρά τους ήταν μακριά από κατοικημένη περιοχή.

Σεισμός στην Αθήνα -1999. Το ισοπεδωμένο εργοστάσιο της ΡΙΚΟΜΕΞ

Η παρατήρηση δείχνει ότι στις συντριπτικά περισσότερες των περιπτώσεων οι μέγιστες καταστροφές προκαλούνται σε ακτίνα όχι μεγαλύτερη από 20-30 χλμ από το επίκεντρο, εκεί όπου κυριαρχεί η κάθετη συνιστώσα, που ένας παρατηρητής πάνω από την εστία του σεισμού την αισθάνεται σαν ένα χτύπημα από τα κάτω προς τα πάνω. Ανεξάρτητα από το μέγεθος του σεισμού η τιμή της κάθετης συνιστώσας στο επίκεντρο του σεισμού είναι μεταξύ 0,5 – 0,7g, θεωρητικά είναι 1 g, και η δεσπόζουσα περίοδος του είναι, κατά μέσο όρο, 0,3 sec, που αντιστοιχεί στην ιδιοπερίοδο ενός πενταόροφου κτιρίου.

Έχουμε γρήγορη απόσβεση της εδαφικής κίνησης όσο απομακρυνόμαστε από το επίκεντρο, π.χ., για ένα σεισμό 7 ρίχτερ στα 10 χλμ από το επίκεντρο η μέγιστη εδαφική επιτάχυνση είναι περίπου το μισό (50%) της επικεντρικής, στα 50 χλμ δεν ξεπερνά το 20% της επικεντρικής, ενώ στα 150 χλμ είναι μικρότερη από το 2% της επικεντρικής, (δηλ. 0,01-0,02g). Οι αποστάσεις αυτές είναι μεγαλύτερες για μεγαλύτερους σεισμούς. Βέβαια όταν έχουμε συντονισμό των σεισμικών κυμάτων, μπορεί τοπικά να έχουμε, και έχουμε, πολύ μεγαλύτερες εντάσεις από το 0,7 της επιτάχυνσης της βαρύτητας (g).

Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι σε περίπτωση σεισμού τα χαμηλότερα κτίρια, κάτω από πέντε ορόφους, κινδυνεύουν περισσότερο από τα ψηλότερα κτίρια, αφού η ιδιοπερίοδος ενός δεκαόροφου κτιρίου είναι ~0.55 sec ίδια με τη δεσπόζουσα περίοδο ενός σεισμού μεγέθους 7 Ρίχτερ σε απόσταση 150 χλμ από το επίκεντρο του. Όμως στην απόσταση αυτή η μέγιστη τιμή της εδαφικής επιτάχυνσης είναι μικρότερη από το 1.5% του g, και επομένως δεν μπορεί να βλάψει το κτίριο αυτό.

Στην Ελλάδα οι περισσότεροι σεισμοί, και ιδιαίτερα οι μεγάλοι, γίνονται στο θαλάσσιο χώρο, μακριά από κατοικημένες περιοχές. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που ενώ η Ελλάδα έχει την υψηλότερη σεισμικότητα στην Ευρώπη, οι επιπτώσεις των σεισμών είναι μικρότερες, σε σχέση με άλλες γειτονικές χώρες όπως η Τουρκία και η Ιταλία, που έχουν μικρότερη σεισμικότητα, αλλά πολλοί από τους μεγάλους σεισμούς γίνονται κοντά σε κατοικημένες περιοχές.

Πηγή: preza TV

Έτσι, η καταστρεπτικότητα ενός σεισμού δεν μπορεί να συσχετισθεί με το μέγεθος του, αλλά με την επιτάχυνση της εδαφικής κίνησης κυρίως στην επικεντρική περιοχή. Από κει και πέρα, και ανάλογα με την τρωτότητα, δηλαδή την ποιότητα της κατασκευής, ο σεισμικός κίνδυνος είναι μικρότερος (καλή ποιότητα) ή μεγαλύτερος (κακή ποιότητα). Άρα, αυτό που μπορεί να ελέγξει ο άνθρωπος είναι η ποιότητα των κατασκευών.

Όμως, το πρόβλημα της τρωτότητας είναι γενικότερο, και αφορά το σύνολο των σχέσεων του ανθρώπου με το φυσικό, δομημένο και ανθρώπινο περιβάλλον, δηλαδή τις σχέσεις παραγωγής, το είδος και η ποιότητα των οποίων καθορίζει τη συνολική τρωτότητα της κοινωνίας, και όχι μόνο των κατασκευών. Τούτο γιατί στο πλαίσιο των σχέσεων εκμετάλλευσης, ανταγωνισμού και μεγιστοποίησης του καπιταλιστικού κέρδους, και στο βαθμό που η αντισεισμική θωράκιση δεν προσκομίζει γρήγορα και μεγάλα κέρδη στο μεγάλο κεφάλαιο, δεν υπάρχει ενδιαφέρον ούτε για προσεισμικό έλεγχο και ενίσχυση κατασκευών, ούτε για ελευθέρους χώρους, αλλά ούτε και για προγράμματα ουσιαστικής πρόληψης και ετοιμότητας του λαού. Αν αυτό ισχύει μια φορά σε «κανονικές» συνθήκες ισχύει δέκα φορές σε περιόδους κρίσης.

Το κεφάλαιο και οι πολιτικοί εκφραστές του δεν ενδιαφέρονται αν το κόστος πρόληψης είναι πολύ μικρότερο από το κόστος αποκατάστασης, γιατί γνωρίζουν ότι και τις συνέπειες και την αποκατάσταση θα την πληρώσουν οι εργαζόμενοι και τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Στον καπιταλισμό και η αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών αφήνεται στις δυνάμεις της αγοράς, που βέβαια έχουν ορθάνοιχτα μάτια στη μεγιστοποίηση των κερδών και είναι τυφλές στη κάλυψη της λαϊκής ανάγκης για προστασία από τις φυσικές καταστροφές.

Για το λόγο αυτό είναι τεράστιες οι ευθύνες όλων των κυβερνήσεων ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, που στη λογική του κόστους-οφέλους αφήνουν ανυπεράσπιστο το λαό από τις φυσικές καταστροφές, όπως είναι οι σεισμοί, αλλά και οι πλημύρες και οι πυρκαγιές.

Η ουσιαστική και ολοκληρωμένη αντισεισμική προστασία είναι αναγκαιότητα, τόσο στο χώρο εργασίας όσο και στην κατοικία. Όμως, τέτοια προστασία της ζωής των εργατικών – λαϊκών οικογενειών δεν υπάρχει. Ας δούμε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα:

  • Από τις περίπου 14.500 σχολικές μονάδες σε όλη τη χώρα, οι 8.320 ή το 57,4%, χαρακτηρίζονται «γερασμένες», αφού έχουν χτιστεί πριν το 1985 χωρίς ή με ελάχιστες αντισεισμικές προδιαγραφές.
  • Από τις υπόλοιπες 6.180 που έχουν χτιστεί μετά το 1985, μόλις οι 3.050 έχουν χτιστεί με πιο αυστηρές αντισεισμικές προδιαγραφές, μετά το 1995.
  • Σε κάθε περίπτωση, το 80% των 4.000.000 κτιρίων της χώρας, εκ των οποίων 400.000 περίπου επαγγελματικοί χώροι, έχουν κτιστεί πριν το 1985, δηλαδή πριν τεθεί σε εφαρμογή ο σύγχρονος αντισεισμικός κανονισμός, και επομένως χρήζουν ελέγχων και ενισχύσεων.

Το 2001 – δύο χρόνια μετά το σεισμό του 1999 – η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, ανακοίνωσε ότι θα προχωρήσει σε ένα πρόγραμμα για τον ταχύ οπτικό προσεισμικό έλεγχο σε όλα τα δημόσια κτίρια της χώρας (υπολογίζονται σε 80.000-90.000) σε συνεργασία με την Τοπική και Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, το οποίο θα είχε ολοκληρωθεί μέσα σε δύο χρόνια. Σήμερα, 21 χρόνια μετά το σεισμό, έχει ελεγχθεί μόνο το 15% περίπου των δημόσιων κτιρίων. Από αυτά, το 30% χρειαζόταν άμεσες επεμβάσεις. Μέχρι σήμερα σε ελάχιστα κτίρια, και κυρίως σχολεία, έχουν γίνει οι αναγκαίες παρεμβάσεις ενίσχυσης.

Ειδικότερα, μετά το σεισμό του 1999, 429 σχολικές μονάδες στην Αττική, από τις 2.465 που ελέγχθηκαν, δηλαδή το 17,4%, κρίθηκαν ακατάλληλες για χρήση. Όμως, μόνο ένα μικρό ποσοστό, μερικές δεκάδες, έχουν αποκατασταθεί, ενισχυθεί ή αντικατασταθεί.

Σεισμός στην Αθήνα το 1999
Οι κακές κατασκευές, τα φτηνά και ελλιπή υλικά και κυρίως ο ανύπαρκτος αντισεισμικός έλεγχος και θωράκιση (μέχρι σήμερα) στοίχισαν τη ζωή σε δεκάδες ανθρώπους

Αλλά, ακόμα κι αυτός ο στοιχειώδης προσεισμικός έλεγχος των σχολείων, που επανειλημμένα έχει αποδειχθεί ότι είναι τα πιο ευάλωτα, σταμάτησε το Μάρτη του 2010, εξαιτίας των περικοπών σε δαπάνες και προσωπικό, με αποτέλεσμα να αποξηλωθούν τα συνεργεία ελέγχων και να παγώσουν οι διαδικασίες. Και δεν είναι μόνο αυτό. Με την κατάργηση του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων (ΟΣΚ) στο πλαίσιο καταργήσεων και συγχωνεύσεων φορέων του Δημοσίου, τους προσεισμικούς ελέγχους ανέλαβαν δήμοι, των οποίων οι πόροι έχουν περικοπεί, ενώ το προσωπικό τους μειώνεται. Θυμίζουμε, επίσης, ότι το 2012, με την ίδια λογική, καταργήθηκαν ή υπολειτουργούν οι Υπηρεσίες Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων και οι Τομείς Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων, που είχαν ως αρμοδιότητα τις διαδικασίες αποκατάστασης μετά από σεισμό.

Υπάρχουν, επίσης, εκτιμήσεις ότι το 50% των νοσοκομειακών κτιρίων, δηλαδή κάπου 300 ανεξάρτητα από στατικής πλευράς κτίρια, χρειάζονται λεπτομερέστερο έλεγχο ή και παρέμβαση. Ακόμα χειρότερη μπορεί να χαρακτηριστεί η κατάσταση στους χώρους δουλειάς, σε σχέση με τις κατοικίες. Ενώ η σχέση επαγγελματικών χώρων προς κατοικίες είναι 1 προς 10, στο σεισμό της Αθήνας του 1999 στα κτίρια που κρίθηκαν κατεδαφιστέα η σχέση επαγγελματικών χώρων προς κατοικίες ήταν 1 προς 1,3 αντί του 1 προς 10 αν η τρωτότητα των επαγγελματικών χώρων και των κατοικιών ήταν ίδια, επιβεβαιώνοντας έτσι την πολύ μεγαλύτερη τρωτότητα των επαγγελματικών χώρων. Τραγικές αποδείξεις η «Ρικομέξ» και η «Φαράν», όπου κάτω από τα ερείπια τους θάφτηκαν 39 και 8 εργαζόμενοι, αντίστοιχα.

Η αντισεισμική θωράκιση και η ελαχιστοποίηση του σεισμικού κινδύνου, αλλά και γενικότερα η θωράκιση από φυσικές καταστροφές, όπως πλημμύρες και πυρκαγιές, είναι υπόθεση καθημερινής λαϊκής πάλης. Αλλά πρέπει να είναι καθαρό ότι μόνο η εξουσία που δεν θα αντιμετωπίζει τη γη ως εμπόρευμα, αλλά ως κοινωνικό αγαθό που ανήκει σε όλο το λαό, που θα υλοποιεί προγράμματα λαϊκής στέγης, παρέχοντας στους εργάτες και τις οικογένειές τους ασφαλείς χώρους κατοικίας, εργασίας, άθλησης, ψυχαγωγίας, με υποδομές στηριγμένες στην κοινωνική ιδιοκτησία και ενταγμένες στον Κεντρικό Σχεδιασμό Κεντρικό, μπορεί να λύσει ολοκληρωτικά το πρόβλημα. Μια πολιτική εξουσία και οικονομία που θα λειτουργούν με αποκλειστικό κριτήριο την κάλυψη των αναγκών και την προστασία όλης της κοινωνίας, και όχι τη μεγιστοποίηση του κέρδους του 1%.

Αναδημοσίευση από https://www.ieidiseis.gr

Δείτε ακόμα...