Τα Καρναβάλια της Αποκριάς

Το Καρναβάλι (il Carnevale), λέξη η οποία προέρχεται από τη λατινική “carnem levare” (περιορίζω το κρέας), στην Ιταλία είναι μια μεγάλη γιορτή που κορυφώνεται πριν τη Σαρακοστή (Quaresima) και γιορτάζεται με ποικίλες εκδηλώσεις, παρελάσεις, μεταμφιέσεις, μουσική, χορούς, διασκέδαση.

Τα παιδιά ρίχνουν κομφετί (coriandoli) και σερπαντίνες (stelle filanti) κάνουν αταξίες και φάρσες ως εκ τούτου, ταιριάζει απόλυτα το ρητό «A Carnevale Ogni Scherzo Vale», δηλ. κάθε αστείο «περνάει» (είναι αποδεκτό) στο Καρναβάλι.

Το ιταλικό Carnevale έχει τις ρίζες του σε παγανιστικές γιορτές και παραδόσεις και, όπως συμβαίνει συχνά με τα παραδοσιακά πανηγύρια, προσαρμόστηκε για να χωρέσει στις τελετουργίες των Καθολικών. Η πρώτη επίσημη μαρτυρία για δημόσιους εορτασμούς με το χαρακτηρισμό Carnevale συναντάται με την έναρξη της 2ης χιλιετίας (γύρω στα 1094 μ.Χ.).

Στα μεσαιωνικά χρόνια στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη, οι καρναβαλίστικες γιορτές αλληλοθράφτηκαν με τα είδη της μεσαιωνικής φάρσας, και σατίριζαν συνήθως την καθημερινή ζωή. Λ.χ., στη Γερμανία, που είχε μεγάλη καρναβαλική παράδοση προς τιμήν της άνοιξης (“Der Ursprung des Karnevals”), από το 14ο αιώνα άρχισε η συγγραφική και σκηνική επεξεργασία των καρναβαλικών γιορτών και ο εμπλουτισμός τους με θέματα της ιπποτικής λογοτεχνίας. Φημισμένος δημιουργός καρναβαλικών παραστάσεων ήταν ο Γ. Σαξ.

Στη Ρωσία, το καρναβάλι, με την ονομασία Μασλένιτσα, επίσης ξεπροβοδούσε το χειμώνα και όπως σε όλους τους λαούς είχε εθνικό χρώμα.

Οι Βυζαντινοί γλεντούσαν και μασκαρεύονταν στα Κούλουμα και στις Καλένδες τους, αντλώντας στοιχεία από τα Σατουρνάλια και Λουπερκάλια (προς τιμήν του Φαύνου, τραγο-θεού, προστάτη της γονιμότητας). Μεταξύ των διαφόρων μεταμφιέσεων, είχαν και τη μεταμφίεση δύο νέων παλικαριών σαν τράγων προσφερόμενων σε θυσία.

Το Καρναβάλι, με την ειδωλολατρική, παγανιστική καταγωγή του, τη “διονυσιακή” ελευθερία του, ενέπνευσε και άλλους δημιουργούς. Πεζογράφους, ζωγράφους, συνθέτες, χορογράφους, δραματουργούς, λιμπρετίστες όπερας. Ενέπνευσε έργα, όχι μόνο κωμικά, αλλά και δραματικά. Τόσο, που την παλλαϊκή αυτή παράδοση τη φοβήθηκε, κάποτε, η άρχουσα τάξη και ως θέμα όπερας.

Παράδειγμα, η λογοκριτική κατακρεούργηση, το 1816, του “Κουρέα της Σεβίλλης” του Ροσίνι (βασισμένη στο αντιφεουδαρχικό, επαναστατικό στην εποχή του έργο του Μπωμαρσαί “Οι γάμοι του Φίγκαρο”) και το 1858 στον υπέροχο Un ballo in maschera, “Χορό των μεταμφιεσμένων” του Βέρντι: Ο αρχές της Νάπολης εξοργίστηκαν με το θέμα του – ένας λαϊκός δολοφονεί τον βασιλιά της Σουηδίας Γκουστάβο ΙΙΙ – φοβούμενες ότι το έργο εμμέσως εξέφραζε τις αντιμοναρχικές εξεγέρσεις της εποχής.

Ετσι, αναγκάστηκε ο λιμπρετίστας να αμερικανοποιήσει το μύθο, “μεταποιώντας” τον Γκουστάβο σε “κυβερνήτη” της Βοστόνης, που δολοφονείται σε αποκριάτικο χορό σε ένα αρχοντικό. Ο μεταμφιεσμένος Γκουσταύος μαχαιρώνεται από άλλο μεταμφιεσμένο, γιατί δεν υποψιάστηκε ότι πίσω από το προσωπείο κρυβόταν αντίπαλος.

Un ballo in maschera 1859 Giuseppe Verdi

Πρόσωπο και προσωπείο, είναι τα «μέσα» του Καρναβαλιού. «Μέσα» της παντοτινής και πανανθρώπινης ανάγκης για ξεφάντωμα της ψυχής, της φαντασίας και το σμίξιμό του με άλλους ανθρώπους σε μια ευφρόσυνη γιορτή. «Μέσα» δημιουργικής τροφοδότησης του θεάτρου, του παιχνιδιού μεταξύ του “είναι” και “φαίνεσθαι”.

Commedia d’ arte

Η commedia d'(dell’) arte είναι ένα ιδιαίτερο είδος κωμωδίας που αναπτύχθηκε στην Ιταλία τον 16ο αιώνα. Συντόμευση του «commedia d’arte all’ improvviso» (κωμωδία τέχνης του αυτοσχεδιασμού), καθώς βασίζεται σε αυτοσχεδιασμούς και σκετσάκια πάνω σε συγκεκριμένους «τύπους»-χαρακτήρες, που ο κάθε ηθοποιός είχε προσαρμόσει μέσω μάσκας και που προέκυψε ως μορφή αντίδρασης στην πολιτικοοικονομική κατάσταση την εποχή εκείνη.

Η γέννηση του είδους συσχετίζεται με το καρναβάλι της Βενετίας, όπου το 1570 ο συγγραφέας-ηθοποιός Andrea Calmo δημιούργησε τον χαρακτήρα Il Magnifico (ο υπέροχος), που θεωρείται πρόδρομος του χαρακτήρα pantalone. Αρχικά ο Calmo δεν χρησιμοποιούσε μάσκες –αυτό έγινε αργότερα όταν σχετίστηκε με το καρναβάλι της Βενετίας.

Σύντομα, η παράδοση αυτή εξαπλώθηκε και σε άλλες περιοχές, με βασικούς άξονες την Μάντοβα, την Φλωρεντία, την Βενετία και την Νάπολη στον νότο, όπου τελειοποιήθηκε η φιγούρα του θρυλικού Pulcinella (ΣΣ |> γένους αρσενικού, αντίθετα με αυτό που πιστεύεται από πολλούς).

Με το πέρασμα των χρόνων ο σύγχρονος Pulcinella, ακολούθησε τη μοίρα των άλλων ηρώων, που μετατράπηκαν σε μπίζνες εταιριών, εμπόρων μαζικής που από «σπαθάτος» και με μυαλό ξυράφι έγινε ένας άχρηστο εξυπνάκια υπηρέτης, πάντα πεινασμένος μακαρονάδα με σάλτσα (την οποία, συχνά-πυκνά διαφημίζει) κλείνοντας στο χρονοντούλαπο το πάλαι ποτέ.

Κάθε τόπος μας και το καρναβάλι του

Αχανές, βυθισμένο στη λησμονιά, το «παζλ» των κοινών πανελλαδικών αλλά και των τοπικών αποκριάτικων παραδόσεων. Ας σταθούμε σε μερικές τοπικές παραδόσεις.

“Σήκωσες”, λέγαν στην Κύπρο το Καρναβάλι, την αποχή από το κρέας, μετά από μια βδομάδα, που- ιδίως την Τσικνοπέμπτη- η κνίσα των ψημένων κρεάτων θόλωνε τον ουρανό…

Στην Κεφαλονιά το γαϊτανάκι του Μάσκαρα, με προβάτινες προσωπίδες, κουδούνια και άλλες Μασκαρίες, συνοδευόταν με σκορτσάμπουνο κι άλλα όργανα, με λόντρες κι άλλους χορούς, πειρακτικές παρλάτες και παράσταση, (λ.χ., με σκηνές από τον “Ερωτόκριτο”, με “υποκριτές” τους κατοίκους των χωριών).

Ανάλογη ήταν η Αποκριά σε όλα τα Επτάνησα, οργανωμένη από επιτροπή κατοίκων, με συμποσιαστές όλους τους χωριανούς και κορυφαίο τον ραβδούχο (όπως οι ακόλουθοι του Διονύσου) Ματζαδόρο ή Μπουλούμπαση -αγγελιοφόρο της πομπής των μασκαρεμένων.
Η Ζάκυνθος πλούτισε τις Αποκριές με τη μεγάλη, αυτοσχέδια, προφορική παράδοση των τοπικών θεατρικών δρώμενων, των λεγόμενων Ζακυνθινών Ομιλιών. Η πλούσια αποκριάτικη επτανησιακή παράδοση μεταδόθηκε και στους Ελληνες κατοίκους στα θρακικά παράλια της Προποντίδας.

Η Μυτιλήνη είχε τη δική της μεγάλη παράδοση, τις Μουτσούνες, τους κουδουνάτους θιάσους που ελευθεροστομούσαν, αλλά έπαιζαν και σκηνές του “Ερωτόκριτου”, της “Θυσίας του Αβραάμ” και άλλων δραμάτων.Τρανή παράδοση ήταν και ο Βλάχικος Γάμος στη Θήβα, Κορινθία και τον Μαραθώνα Αττικής. Εθιμο, με πανάρχαιες ρίζες και στα θρακικά αποκριάτικα έθιμα – σύμβολα της γονιμότητας (ο ραβδούχος Καλόγερος – απόγονος “ιερέα” του Διονύσου κι αυτός) και το οποίο εμπλουτιζόταν και με πρόσωπα” των νεότερων χρόνων (Κούκεροι, Μπέης, Αράπηδες, κ.ά). Διονυσιακά έσουρναν “τα εξ αμάξης” στη Σκύρο, οι Νυφάδες, ο Γέρος και η Κορέλας. Παρόμοια στην Αργολίδα και σε άλλες περιοχές.

Ο χορός και το τραγούδι της Κοκάλας είχαν ιδιαίτερη παράδοση στην Αττική, στη Θεσσαλία και αλλού:
“Εστειλα τον άντρα μου | να πάρει κρέας και του δώσαν μια κοκάλα | και τη βάζω στην τσουκάλα. | Τήνε βράζω και δε βράζει| πέντε μέρες τήνε βράζω| στις οκτώ την κατεβάζω. |
Να και ‘μου ‘ρχεται ένας φίλος | της γειτόνισσας ο σκύλος | και μ’ αρπάζει την κοκάλα | και μ’ αφήνει την τσουκάλα”.

Στη Σίφνο, μεταξύ άλλων πειραγμάτων, λέγανε και τα Ξίκολα τραγούδια. Λ.χ., “Κουτσός στον κάμπο έτρεχε| να φτάσει καβαλάρη| κι ο καβαλάρης του ‘λεγε| να ζήσεις παλικάρι|. Στραβός βελόνα γύρευε| μέσα στον αχυρώνα| κι ένας κουφός του έλεγε| την άκουσα που βρόντα”. Στη Χίο οι άντρες χορεύανε την αστεία κινησιολογικά Μόστρα και οι γυναίκες περίμεναν τις Καρκαλούες, τους μεταμφιεσμένους σε γυναίκες άντρες.

Στη Μύκονο γυρολόγοι γύφτοι, και όχι μόνο, χόρευαν το γαϊτανάκι, ενώ άλλοι μεταμφιεσμένοι την Καμήλα. Στη Νάουσα οργίαζαν οι Μπούλες κι οι Γενίτσαροι. Στο Σοχό Θεσσαλονίκης, ήταν οι Τράγοι (μεταμφιεσμένοι άντρες). Στη Σύρο, οι άντρες ντυμένοι Ζεϊμπέκ τραγουδούσαν και έπαιζαν λατέρνα στις γειτονιές.

Στη Μακεδονία, οι πρόσφυγες της Ανατολικής Ρωμυλίας έφεραν το έθιμο του Κωστιανού Καλόγερου (“δαίμων” της βλάστησης). Οι χωριανοί συναγωνίζονταν ποιος θα τον παραστήσει καλύτερα, όπως και τα άλλα πρόσωπα: Βασιλιάς, Βασίλισσα, Βασιλόπουλο, Κορίτσα, Ζευγολάτης, Σιδεράς, Ψωμάς, Δαμαλάκια (παλικάρια που σέρνουν το άροτρο για την ιερή γονιμοποίηση της γης). Κι όλα αυτά με νταούλια, λύρες κι άλλα όργανα, με νεροκολοκύθες – μάσκες, σατιρικά στιχάκια, χορό, και φαγοπότι.

Στην Κοζάνη από το 1650 καθιερώθηκαν το Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων τα Ρογκατζιάρια, που παραλλαγμένα αργότερα γίνονταν το Φλεβάρη.
Στη Θράκη είχαν θεατρικά δρώμενα με τον Καλόγερο, τον Κούκερο (ή Χούχουτο), τον Σταχτά, τον Κιοκμπέη, τους Πιτεράδες.
Στις Μυκήνες παρασταίναν τον Πεθαμένο, τη νεκρώσιμη ακολουθία και ταφή του: “Στον τάφο σου μπεκρή| τρέχει κρασάκι| όπου έπινες πολύ| με την τέσα τη γεμάτη”. Μια οργιαστική παρωδία της αέναης νεκρανάστασης της ζωής.

Στην Αθήνα, στη «συνοικία των θεών» το Καρναβάλι είχε ομορφιά μέχρι τότε που… σέρναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα. Έκτοτε και μέχρι σήμερα, αναζητείται μια αυθεντικά λαϊκή καβαρναλίστικη γιορτή…


Με πληροφορίες και από Ριζοσπάστη (έθιμα καρναβαλιού Αριστούλας Ελληνούδη κά)
Επιμέλεια: Γιάννης Παπαγιάννης

Ετικέτες:

Δείτε ακόμα...