Αναμνήσεις απ’ την στρατιωτική θητεία – Γιάννης Καλατζόπουλος

Ωραία μου τα είπαν από το τηλέφωνο. Να έρθω να αναλάβω διοικητής, σε ένα νεοσύστατο Τμήμα. Και να πρέπει να δω έναν έναν όλους τους νέους στρατιώτες, που μόνο τόσο νέοι δεν είναι.

Ο Στρατιώτης Λάζαρος Κυρίτσης τελείωσε και με ευγένεια σηκώθηκε από την καρέκλα του γραφείου μου.

– Με θέλετε κάτι άλλο κύριε Διοικητά;

– Θα ήθελα φεύγοντας να ειδοποιήσεις τον επόμενο Στρατιώτη. Είναι ο Στρατιώτης Γιάννης Καλατζόπουλος.

– Μάλιστα κύριε Διοικητά.

Με χαιρετά στρατιωτικά, κάνει μεταβολή και φεύγει.

Τον ακούω να φωνάζει:

– Ο Στρατιώτης Καλατζόπουλος να παρουσιαστεί στον Διοικητή!

Ελάχιστα λεπτά μετά χτυπά η πόρτα.

– Στρατιώτης Ιωάννης Καλατζόπουλος! Διατάξτε κύριε Διοικητά!

Τι φωνή ήταν αυτή! Τι αστέρια είναι αυτά! Όλοι παρουσιάζονται ζωηρά, η προσοχή που χτυπάνε μπαίνοντας στο γραφείο και η φωνή τους, ομολογώ ότι δεν μου έχουν ξανατύχει.

– Στρατιώτη Καλατζόπουλε, γνωρίζεις τη διαδικασία. Ας γνωριστούμε!


Από την στρατιωτική μου θητεία έχω πολλές αναμνήσεις, βουτηγμένες μέσα σ’ αυτήν την θαμπή και γλυκιά νοσταλγία, με την οποία πασπαλίζει ο χρόνος ακόμα και τις πιο μαύρες μέρες της νεότητάς μας. Παρουσιάστηκα στην Κόρινθο το 1972 σαν Υποψήφιος Έφεδρος Αξιωματικός -τρομάρα μου- επειδή ήμουν τριτοετής στην Πάντειο. Εκείνο τον καιρό έκανα πρόβες για τον “Βυσσινόκηπο” του Τσέχωφ με την Έλλη Λαμπέτη, τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ κι έναν λαμπρό θίασο με σκηνοθέτη τον Μίνω Βολανάκη, τις οποίες αναγκάστηκα από το Σπουδαστικό της Ασφάλειας να διακόψω μαζί με την αναβολή σπουδών μου. Θα μπορούσα να γράφω μέχρι αύριο για το τι είχε να αντιμετωπίσει στο στρατό επί χούντας ένας “χαρακτηρισμένος” -και μάλιστα ηθοποιός, αλλά επειδή αυτά τα ξέρετε θα περιοριστώ μόνο σε ένα περιστατικό, που μου έκανε τρομερή εντύπωση γιατί μου απέδειξε  την τρομακτική δύναμη του νέου για την εποχή μέσου της τηλεόρασης.

Από την Κόρινθο έφυγα με την ειδικότητα “Τυφεκιοφόρος-γραφεύς” και βρέθηκα στο Αμύνταιο. Κρύο, καψώνια, αγγαρείες, σκοπιές “Γερμανικό  νούμερο”, ασκήσεις χειμερινής διαβίωσης στον χιονισμένο Γράμμο όπου είχαμε τα “Εδώ θ’ αφήσεις κι εσύ τα κοκαλάκια σου σαν τους συμμορίτες παλιοκουμμούνι”, όλα αυτά εντάξει. Μέχρι που μια μέρα έρχεται ένας λοχίας και μου λέει όλο γλύκα: 

-Κάηκε το …μπιπ…σου Καλατζόπουλε, την έβαψες…παλιο-μπιπ… Σε θέλει ο Λοχαγός στο Δεύτερο Γραφείο, τρέχουμε τώρα!…

Πήγα τρομοκρατημένος είν’ αλήθεια και βρέθηκα αντιμέτωπος με τον Λοχαγό που είχε τη φήμη πολύ σκληρού αντικομμουνιστή, ο οποίος κλείδωσε την πόρτα, μ’ έβαλε να κάτσω και μου αποκάλυψε χαμηλόφωνα ότι ήταν φανατικός θεατρόφιλος, αλλά να  μην τον μαρτυρήσω! Είχα μείνει κάγκελο να τον ακούω να μου απαριθμεί μία-μία όλες τις παραστάσεις όπου με είχε δει να παίζω. Τι Μπρεχτ με τον Διαμαντόπουλο, τι Σαίξπηρ με τον Μινωτή στο Εθνικό, τι Θέατρο Τέχνης σ’ ένα αντι-ρατσιστικό έργο… Μου έκανε ανάλυση των έργων, κριτική -και μάλιστα σωστή- για τις ερμηνείες μου, με άφησε άναυδο. Μετά μου έδειξε και τον φάκελό μου που του είχαν στείλει από την Ασφάλεια, όπου η πρώτη εγγραφή ήταν ότι όταν ήμουν 9 χρονών είχα απαγγείλει το ποίημα “Ειρήνη” του Ρίτσου, στην Πρωτοχρονιάτικη γιορτή του Σωματείου Τυπογράφων (όπου ανήκε ο  πατέρας μου)! Να μη σας τα πολυλογώ, ο κυρ-Λοχαγός άρχισε να με “λουφάρει” από καψώνια  και αγγαρείες, βάζοντάς με να γράφω διάφορες ταμπέλες, να διορθώνω τους μισο-σβησμένους αριθμούς στις πινακίδες των στρατιωτικών οχημάτων -τα δάχτυλά μου βέβαια μελάνιαζαν από το κρύο γιατί αυτές οι δουλειές δε γίνονταν με γάντια, αλλά πάντως ήταν καλύτερα από τη ζωή στο Λόχο ανεπιθυμήτων. Και μια φορά το μήνα, μου έδινε 3ήμερη άδεια, να πάω να δώσω κανένα μάθημα και καλά. Σε μια λοιπόν από αυτές τις άδειες, με το που μπαίνω στο σπίτι των γονιών μου, χτυπάει το τηλέφωνο και ήταν ο σκηνοθέτης Μήτσος Λυγίζος που εκείνο τον καιρό γύριζε μια  πολύ επιτυχημένη σειρά στην τηλεόραση της ΥΕΝΕΔ, “Τα Αγρίμια”.

-Γιαννάκη, μου λέει, αύριο στις 5 πρόβα και μεθαύριο στις 9 το πρωί γράφουμε.

-Δε μπορώ, του λέω, κύριε Λυγίζο, είμαι φαντάρος κι έχω έρθει με άδεια.

-Α στο καλό! Κι εγώ ένα φαντάρο θέλω να κάνεις, που γυρίζει απ’ τη μονάδα του, βρίσκει την αδερφή του να έχει μπλέξει με ναρκωτικά  και σκοτώνει το βαποράκι της. Έλα κατευθείαν με τη στολή εξόδου. 

Πήγα, το γύρισα το επεισόδιο, και την άλλη μέρα παίχτηκε (έτσι γινόταν τότε). Εγώ πήρα το τραίνο και την επόμενη της προβολής, μπαίνοντας στο Στρατόπεδο πέφτω πάνω σ’ ένα Συνταγματάρχη από άλλη μονάδα. Τον χαιρετάω κανονικά, σε στάση προσοχής, κι αυτός κοντοστέκεται, με κοιτάει και μου λέει:

-Έλα ρε Αντώνη, τι γίνεται;

-Ορίστε;

-Έλα ρε συ, άσε τις τυπικούρες. Ο μπαμπάς καλά;

-Δε με λένε Αντώνη κύριε Συνταγματάρχα.

-Έλα ρε, κόφ’ την πλάκα. Ο γιος του φίλου μου του Πάνου δεν είσαι;

-Όχι κύριε Συνταγματάρχα.

-Αντωνάκη… μη με τρελαίνεις κι έχω αργήσει κιόλας. Χτες βράδυ δεν είχατε έρθει για φαΐ στο σπίτι και βλέπαμε στην τηλεό… 

Σταματάει απότομα, χτυπάει με την παλάμη το μέτωπό του, συνειδητοποιεί τι του έχει συμβεί και φεύγει τρέχοντας, αφήνοντάς με σύξυλο εκεί, στην Πύλη του Στρατοπέδου, να αναλογίζομαι τι παθαίνουν οι άνθρωποι όταν την ώρα που χαλαρώνουν στον καναπέ τους, με τη ρόμπα και τις παντούφλες, εισβάλει από την τηλεόραση στο σαλόνι τους η εικονική πραγματικότητα.