Πρωί, ώρα 6.30, περνάω την πύλη του Στρατοπέδου. Ο Οκτώβρης δείχνει τα δόντια του. Στις σκοπιές όλοι οι στρατιώτες ντυμένοι πολύ καλά, για να αντιμετωπίσουν την ψύχρα της νύχτας. Ακόμη δεν έχει χαράξει.
Μπαίνω στο γραφείο μου και για μια ακόμη φορά ο καφές, ζεστός και αχνιστός, να με περιμένει. Ο υπασπιστής μου είναι λίρα εκατό!
- Καλημέρα κύριε Διοικητά
- Καλημέρα! Γειά στα χέρια σου! Ο καφές εξαιρετικός!
- Δεν είναι και δύσκολος ο καφές! Σκέτος και βαρύς διπλός ελληνικός! Μπρίκι, νερό και τρεις κουταλιές καφές για τη μεγάλη κούπα!
- Χαχαχαχαχα! Σωστά! Ποιον έχουμε σήμερα;
- Σήμερα κύριε Διοικητά σας έχω το Σμηνίτη Χριστόφορο Ζαραλίκο.
- Πολύ γνωστός!
- Ναι, είναι! Να τον ειδοποιήσω;
- Ναι, ειδοποίησέ τον!
Η πόρτα κλείνει και η γνωστή αγριοφωνάρα να ταράζει την ηρεμία του Διοικητηρίου!
- Ο ΣΜΗΝΙΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΖΑΡΑΛΙΚΟΣ ΝΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΕΙ ΣΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΗ!
Εν αναμονή του Σμηνίτη, έριξα μια ματιά έξω από το παράθυρο. Καθώς η ώρα περνούσε και ο ήλιος άρχισε να κάνει την εμφάνισή του, άρχισαν να ζωντανεύουν όλα. Να αναφορά του Λόχου, να το ξεκίνημα των καθημερινών εργασιών. Τις εικόνες που απολάμβανα, διέκοψε το χτύπημα της πόρτας.
- Εμπρός!
- Σμηνίτης Χριστόφορος Ζαραλίκος. Διατάξτε κύριε Διοικητά!
- Καλώς ήρθες Σμηνίτη!
- Καλώς σας βρήκα κύριε Διοικητά.
- Πώς βρήκες την κατάσταση στη Μονάδα;
- Η Μονάδα αυτή κύριε Διοικητά, έχει άλλο αέρα. Είμαστε και όλοι μεγάλοι, οπότε μπορούμε να συνεννοηθούμε καλύτερα.
- Χαίρομαι που το ακούω. Βλέπω είσαι ηθοποιός.
- Μάλιστα κύριε Διοικητά. Και θα ήθελα μια εξυπηρέτηση.
- Πες μου να δω αν μπορώ να κάνω κάτι.
- Ξέρετε, από αυτή την Τετάρτη 28/10 και κάθε Τετάρτη στις 21.15 στο Θέατρο ΤΖΕΝΗ ΚΑΡΕΖΗ έχω παράσταση. Ο τίτλος της είναι Ο ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ. Επίσης, αυτή η παράσταση θα παιχτεί και δυο Σάββατα, 31/10 και 7/11. Θα ήθελα να πηγαίνω στο Θέατρο.
- Δεν έχω πρόβλημα. Ενημέρωσε τον υπασπιστή μόλις τελειώσουμε. Πάμε στα δικά μας. Ξέρεις τη διαδικασία;
- Μάλιστα κύριε Διοικητά.
- Ας ξεκινήσουμε λοιπόν!
Στο στρατό αποφάσισα να ασχοληθώ με το θέατρο! Μπορεί να φαίνεται λίγο ανώμαλο αυτό που λέω, αλλά έχει εξήγηση. Λοιπόν, στο στρατό που λες είχα πραγματικά πάρα πολύ ελεύθερο χρόνο, ήταν και η ειδικότητα που είχα, ήμουν στην αεροπορία στο Βόλο και ήμουν στο “contact car”, στον εφεδρικό πύργο ελέγχου, στα μαγνητόφωνα.
Είναι μια υπηρεσία που βρίσκεται στο ισόγειο του πύργου ελέγχου και εκεί καταγράφονται οι συνομιλίες που γίνονται μεταξύ του πύργου και όσων μιλούν που βρίσκονται στον αέρα, εκεί καταγράφονται συνομιλίες με πιλότους, πολεμικά επεισόδια κλπ.
Οπότε εγώ ήμουν υπεύθυνος να κάνω αυτή τη δουλειά και αυτό μου έδινε μία αυτονομία από το υπόλοιπο στρατόπεδο, γιατί ήμουν όλη μέρα στο χώρο μου, εκεί κοιμόμουν, εκεί όλα. Μάλιστα δεν έπαιρνα και τις εξόδους γιατί με ενοχλούσε πάρα πολύ το πώς με κοιτούσαν με τη στολή, οπότε τις έδινα στους νέους.
Ήταν η ευκαιρία που δεν είχα πριν στη ζωή μου να διαβάσω πραγματικά. Δηλαδή, τότε διάβασα! Μιλάμε πως πήγαινα στο στρατόπεδο με δύο τσάντες βιβλία. Όταν λέμε διάβασα, διάβασα!
Έχω πολύ ωραίες αναμνήσεις από τη θητεία. Θυμάμαι, είχε μπει μια μέρα ο διοικητής μου ξαφνικά μέσα, εγώ ήμουν με παντόφλες, μουσική στο κασετόφωνο, μια στοίβα βιβλία και πάνω στο γραφείο ο Ριζοσπάστης και μου λέει ο διοικητής “εμένα δε με ενοχλεί, αλλά πρέπει να σου πω πως υπάρχουν εδώ κάτι καραβανάδες φασιστόμουτρα, θέλω λίγο να προσέχεις τον εαυτό σου”.
Άλλη κλάση ο τύπος αυτός, ιπτάμενος, γενικά οι ιπτάμενοι δεν έχουν καμία σχέση με τους υπόλοιπους στρατιωτικούς, είναι τελείως διαφορετική κατηγορία ανθρώπων.

Εκεί λοιπόν, μια μέρα, από τα άπειρα βιβλία που διάβασα, διάβασα τις Βάκχες του Ευριπίδη σε μετάφραση Χειμωνά. Αν δεν το έχετε διαβάσει ποτέ και κάποια στιγμή σας έρθει να το διαβάσετε, προτιμήστε τη μετάφραση του Χειμωνά, γιατί είναι ποιητής, οπότε είναι άλλη μετάφραση, άλλος λόγος!
Και όταν το διάβασα αυτό λέω “τι ωραία δουλειά ρε συ, να είσαι μπροστά σε κόσμο και να λες αυτό το κείμενο…”, εντάξει καμία σχέση με το stand-up αλλά δεν έχει σημασία από κάπου παίρνεις τη φλόγα. Τότε είχα έναν συμμαθητή που ήταν στο Θέατρο Τέχνης, το Μήτσο, τον πήρα τηλέφωνο και του λέω Μήτσο έτσι κι έτσι, μου λέει πώς σου ήρθε; Του λέω δεν ξέρω, απλά μου ήρθε. Και όταν έδωσα εξετάσεις ήμουν ακόμη φαντάρος, δηλαδή πήρα άδεια για να δώσω εξετάσεις στο Θέατρο Τέχνης.
Πορώθηκα με την ιδέα και πορώθηκε και διοικητής μου, αυτός που σας έλεγα πριν που είχε δει την εφημερίδα, ο οποίος ήταν και τρομερά θεατρόφιλος, δεν ξέρω αν μας διαβάζει, του στέλνω τα φιλιά μου, είναι εξαιρετικός κύριος, δε θυμάμαι το μικρό του, Τσιμτσιλής λεγόταν πάντως, ο οποίος όταν έμαθε ότι θέλω να δώσω εξετάσεις στο Θέατρο Τέχνης με αγκάλιασε και μου λέει “τι λες τώρα, Θέατρο Τέχνης κλπ…!”
Και όταν με πήραν τελικά, με έβγαλε σέντρα σε όλο το στρατόπεδο. Άσε που με κυνηγούσαν μετά όλοι οι φαντάροι γιατί τους έβριζε, τους έλεγε “άχρηστοι, τομάρια, που βλέπετε τσόντες όλη μέρα, ηλίθιοι, γελοίοι, εδώ ο άνθρωπος διάβαζε μέρα-νύχτα, έβγαλε τα μάτια του και πέρασε στο Θέατρο Τέχνης, ξέρετε ρε τι είναι το Θέατρο Τέχνης;”
Η πλάκα είναι πως εγώ είχα από πάντα μία άρνηση προς τις εξετάσεις και η μοναδική φορά στη ζωή μου που μπήκα σε διαδικασία εξετάσεων ήταν μόνο για το Θέατρο Τέχνης και αφού με είχε διαβεβαιώσει ο φίλος μου ο Μήτσος, ότι στο Θέατρο Τέχνης δεν περνάει μέσον, έτσι μου είχε πει ρητά. Και ήταν δύσκολο το να περάσεις, δηλαδή μιλάμε πως τη χρονιά που έδινα εγώ, δίναμε 350 άτομα και έπαιρναν 11. Μιλάμε για σκληρές εξετάσεις τώρα, όχι αστεία. Σοβιετικά κόλπα είναι αυτά… Όταν λέμε εξετάσεις, είναι εξετάσεις, πραγματικά ζόρικες… Και έτσι μπλέχτηκα με το χώρο. Μπήκα στο στρατό φαντάρος και βγήκα ηθοποιός!