Μεγάλη κινητικότητα στο Στρατόπεδο για πρωί πρωί. Είναι γεγονός πως περιμένουμε νέους στρατιώτες με μεταθέσεις. Σίγουρα αυτή η ανανέωση του προσωπικού πάντα επιφυλάσσει εκπλήξεις. Από την άλλη, αυτή η ειδικής συγκρότησης Μονάδα, έπρεπε να ενισχυθεί. Και από την επόμενη εβδομάδα θα αρχίσει να παρουσιάζεται η πρώτη σειρά μεταθέσεων.
- Καλημέρα κύριε Διοικητά! Τι κάνετε;
- Καλημέρα! Καλά είμαι! Τι γίνεται; Πώς πάνε οι ετοιμασίες για την υποδοχή των νέων στρατιωτών;
- Μια χαρά κύριε Διοικητά.
- Ωραία. Να ξέρεις πως οι δικοί μας είναι και μεγάλοι και δε μπορούμε να τους ταλαιπωρούμε.
- Μην ανησυχείτε κύριε Διοικητά.
- Ξέρεις πως αναμένουμε και επιθεώρηση από τον Α/ΓΕΕΘΑ.
- Το έχω σημειώσει κύριε Διοικητά.
- Πολύ καλά. Αλήθεια, ποιον έχουμε σήμερα;
- Βασίλης Κυριάκου, από την Κύπρο.
- Τι λες τώρα; Ενισχυόμαστε και με Κύπριους;
- Φυσικά κύριε Διοικητά. Εκτός από διακλαδική γινόμαστε και πολυεθνική δύναμη!
- Πες το ψέματα! Σε παρακαλώ, ειδοποίησέ τον να έρθει. Και μη βγεις έξω και αρχίζεις να φωνάζεις. Σιγά σιγά! Ήσυχα!
- Μάλιστα κύριε Διοικητά.
Φεύγει από το γραφείο μου ο υπασπιστής. Όλως περιέργως δεν άρχισε να ουρλιάζει φωνάζοντας τον Στρατιώτη. Κι όμως! Σε ελάχιστο χρόνο χτυπά η πόρτα του γραφείου μου!
- Εμπρός.
- Στρατιώτης Βασίλης Κυριάκου! Διατάξτε κύριε Διοικητά!
- Καλώς ήρθες Στρατιώτη! Πότε παρουσιάστηκες;
- Χτες το βράδυ κύριε Διοικητά.
- Τακτοποιήθηκες;
- Μάλιστα.
- Πολύ καλά. Ξέρεις πως σε κάλεσα για να γνωριστούμε.
- Το γνωρίζω.
- Πάμε λοιπόν!
“Εσύ θα γλυτώσεις το στρατό, σίγουρα ρε μιτσή (μικρέ)!” μου έλεγαν και νόμιζα όντας μπόμπιρας που έπαιζα στις αλάνες και βλέποντας το φάντασμα της Αμμοχώστο, πως έτσι θα έχουν τα πράγματα. “Μέχρι να γίνεις 18 θα έχει λυθεί το Κυπριακό. Ο στρατός θα είναι αχρείαστος στην Κύπρο”. Και μεγάλωνα παρατώντας την μπάλα που δεν θα μου έδινε να φάω σαν τα γράμματα και καταλάβαινα πως εν τέλει θα κάνω τη στρατιωτική μου θητεία κανονικά όπως τόσες άλλες σειρές, γιατί οι ιμπεριαλιστές της γης ήθελαν το Κυπριακό πρόβλημα να είναι άλυτο. Συνεπώς έκανα κανονικά τη στρατιωτική μου θητεία κλείνοντας τα δεκαοχτώ μου έτη πριν φύγω για τα Γιάννενα με τ’ άρματα και κυρίως με τα γράμματα.
Η αλήθεια είναι πως να είσαι Κύπριος και να κάνεις τη στρατιωτική σου θητεία μετά την μεγάλη προδοσία του ’74 της ξενοκίνητης Χούντας ήταν μεγάλο ζόρι. Από τη μια η υποχρεωτική θητεία στα 18, που η άρνησή της σήμαινε πως δεν μπορείς να δουλέψεις στον δημόσιο τομέα αλλά ούτε να ταξιδέψεις στο εξωτερικό ως φυγόστρατος. Από την άλλη το μεγάλο της μάκρος, 24 μήνες θητεία ή αν ήσουν από τους πολύ τυχερούς και ήσουν πρωτότοκος πολύτεκνης οικογένειας 13 μήνες. Εγώ ήμουν από τους τυχερούς. Εδώ στην Ελλάδα, οι 13 μήνες θητεία φαίνονται βουνό, φαντάσου τα δύο χρόνια.
Γενικά στο στρατό στην Κύπρο οι κληρωτοί φαντάροι απέφευγαν την πολιτική κουβέντα. Η πολιτική ατμόσφαιρα όμως ήταν έντονη. Και πώς να μην είναι; Το κακό που είχε γίνει από τους πραξικοπηματίες τον Ιούλη του 1974 με τα ΛΟΚ της εποχής να είναι στην πρώτη γραμμή δεν ήταν λίγο. Η τραγωδία ολοκληρώθηκε με το ξεπούλημα της μισής Κύπρου από Χουντικούς αξιωματικούς που ξεγύμνωσαν την Εθνική Φρουρά από την άμυνά της και άνοιξαν τις πύλες στον κατοχικό στρατό.
Έτσι μου έλαχε ο κλήρος να παρουσιαστώ στα Τεθωρακισμένα και οδηγός άρματος χωρίς καν να ξέρω να οδηγώ αμάξι! Συμβαίνουν αυτά. Πριν απ’ αυτό όμως, η πρώτη μου εμπειρία είναι στο Κέντρο Νεοσυλλέκτων Λάρνακας. Θυμάμαι, ήταν μια ηλιόλουστη κλασσική καλοκαιρινή μέρα στο ΚΕΝ. Ο ανθυπασπιστής μου είχε ορεξούλες και μας πήγαινε τροχάδην φωνάζοντας εθνικιστικά συνθήματα και άλλα που έβριζαν τους Τούρκους. Εγώ έκαιγα μέσα μου. Πέρα από το εθνικιστικό κομμάτι τα συνθήματα ενείχαν τον παραλογισμό: Τι συνθήματα είναι αυτά; Οι προηγούμενοι από αυτόν δεν άνοιξαν τις πύλες στον Τούρκο; Αυτοί δεν ξεγύμνωσαν την Κερύνεια από τον οπλισμό της; Που άφησαν χωρίς νάρκες το Πέντε Μίλι και η Αισιέ… Αυτοί που έλεγαν στους κατοίκους της Αμμοχώστου να φύγουν από την πόλη ενώ αν έμενε έστω και ένας φαντάρος η πόλη δεν θα έπεφτε στα χέρια των Τούρκων; Βέβαια, μην ξεχνάμε πως οι φαντάροι στην Κύπρο επί χρόνια ήταν χρωματισμένοι. Μακαριακοί κι Αριστεροί δεν θα περνούσαν μέλι γάλα. Οπότε δεν άντεξα! Φωνάζω την πρώτη φορά ενώ τρέχαμε: “Τί τραγουδάμε;” Κανείς δεν απάντησε το τρενάκι συνεχίζεται και φωνάζω και δεύτερη φορά εφόσον βρήκα το θάρρος από την πρώτη: “Τί φωνάζουμε;” “Αλτ!”, φωνάζει ο ανθύπας. “Ποιος φώναξε; Να βγει μπροστά αν έχει τα κότσια!”. “Εγώ!”, φώναξα και σήκωσα το χέρι μου και πήγα μπροστά του. Ο ανθυπασπιστής εξεπλάγη μάλλον: “Επειδή ο συνάδελφος σας είχε το θάρρος να το παραδεχτεί, δεν θα τιμωρηθείτε!”. Αυτό ήταν το πρώτο περιστατικό από το ΚΕΝ που θυμάμαι.
Το δεύτερο ήταν μια Κυριακή που ο ήλιος άχνιζε στην Κύπρο γύρω στους 40 με 42 βαθμούς Κελσίου, γεγονός όχι σπάνιο για την Κύπρο. Υπήρχαν νεύρα και πολύ καψώνι: Όκλα – άκυρο, όκλα- άκυρο, κάμψεις και ξανά κάμψεις. Μέχρι που ένα παιδί δεν άντεξε και τον έπιασαν κρίσεις επιληψίας και σπαρταρούσε σαν ψάρι. Αρχίζω και τρέχω τότε σαν να κάνω 100άρι και διασχίζω το στρατόπεδο βρίσκοντας το στρατιωτικό γιατρό. Ευτυχώς το παιδί σώθηκε και μου έμεινε το παρατσούκλι “Κεντέρης”. Το περιστατικό έγινε γνωστό και πήρε προεκτάσεις στα ΜΜΕ. Έκλεισε με αμοιβαίες εξηγήσεις. Τελειώνοντας από κει πήγαμε να κάνουμε το Σχολείο του Μαχητή στην Πάφο.

Ακολούθως μας πάνε στο “στρατόπεδο του θανάτου” για εκπαίδευση, στην Κόσιη. Παραμονές πριν πάμε εκεί είχαν δολοφονήσει έξω από αυτό μια οικογένεια Τουρκοκυπρίων που ήταν μπλεγμένοι στο σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου στην κατεχόμενη Κύπρο. Ενώ καμιά δεκαριά μέρες πριν πάμε είχε γίνει ένα ατύχημα με εκπαιδευτικούς όλμους που τραυματίστηκαν σοβαρά αξιωματικοί και κληρωτοί λίγο πριν απολυθούν. Σε μια σκοπιά υπήρχε κρεμασμένη μια αγχόνη ενώ σε μια άλλη σκοπιά υπήρχε ο μύθος του γύπα, ενός φαντάρου που έκανε απόπειρα αυτοκτονίας. Ένας άλλος μύθος έλεγε πως μια μαυροντυμένη γυναίκα εμφανιζόταν στις σκοπιές των φαντάρων για να μην κοιμηθούν επάνω στο όπλο τους. Γενικά το στρατόπεδο απέπνεε μια οσμή από ταινία θρίλερ ενώ όλα τα περιστατικά που είχαν συμβεί γέννησαν τους μύθους που το έκαναν ακόμη πιο σκιαχτικό. Χαρακτηριστικά θυμάμαι μια περίπολο από νέους συναδέλφους μου που αρνήθηκαν να την κάνουν αν δεν πήγαινε μαζί τους και κάποιος μόνιμος υπαξιωματικός. Σε αυτό λοιπόν το στρατόπεδο οι παλιοί φαντάροι έκαναν τη ζωή κόλαση σε εμάς τους νέους και ξένους στρατιώτες. Ο τοπικισμός είναι ένα ιδιαίτερο φαινόμενο στο στρατό. Μια φορά λοιπόν κι ενώ είχα πάρει αναρρωτική άδεια από μια μόλυνση στο μάτι, δυο παλιοί φαντάροι προσπαθούν να μου κάνουν το βίο αβίωτο στέλνοντας με στην αναφορά για παραπτώματα της πλάκας. Με αυτόν τον τρόπο οι παλιοί φαντάροι έπαιρναν τις διανυκτερεύσεις μας. Όπερ και εγένετο. Αλλά αντί για αναφερόμενος βγαίνω παραπονούμενος στην αναφορά της Επιλαρχίας, λέγοντας ότι οι παλιοί φαντάροι μας κάνουν καψόνια και ζήτησα αλλαγή ίλης. Τελικά όχι μόνο δεν τιμωρήθηκα αλλά βγήκαμε όλοι οι νέοι με διανυκτέρευση, άλλαξα ίλη και έγινα ο μικρός ήρως των συναδέλφων.
Εν τέλει κατέληξα στο 643 Μηχανοκίνητο Τάγμα Πεζικού στη μοναδική ίλη που υπήρχε στη Σωτήρα Αμμοχώστου. Οδηγός Άρματος Κάσκαβελ. Τί το θελα! “Λοιπόν νέοι, να ξέρετε πως σε περίπτωση πολέμου θα είστε οι πρώτοι που θα πέσετε στο πεδίο της μάχης!” Πώς αλλιώς; Τα Κάσκαβελ ήταν βραζιλιάνικα άρματα της αστυνομίας που αγοράστηκαν επί Μακαρίου αν δεν απατώμαι και είχαν τροχούς αντί για ερπύστριες. Είχαν βάλει έναν πύργο με ένα 90άρι και ένα 120άρι από πάνω και το ονόμασαν άρμα μάχης. Για να κάνει βολή το συγκεκριμένο άρμα έπρεπε να ανεβάσω χειρόφρενο, να κατέβω να βάλω τάκους ενώ ο τουρκικός στρατός κατοχής είχε άρματα που κάνουν πυρ εν κινήσει. Εύκολος ο στόχος δηλαδή για τα τουρκικά άρματα. Έτσι αυτό το σπουδαίο άρμα έμεινε στο δρόμο σε μια άσκηση. Έμεινε, δηλαδή τα έφτυσε κυριολεκτικά. “Κυριάκου, δεν πάει μπροστά;” φώναζαν κάποιοι υπαξιωματικοί. “Μόνο πίσω πάει κι αυτό αν αφήσω το χειρόφρενο!” Εν τέλει φτιάχτηκε από τους τεχνικούς και πήγα πίσω από την Στρατονομία.
Τα σκηνάκια ήταν η πιο ωραία εμπειρία. Έμοιαζε σαν πικ-νικ με όπλα. Είχε μια πλάκα όλη αυτή η γκροτέσκο ατμόσφαιρα ειδικά στην σκοποβολή που ο καθένας είτε έριχνε στον στόχο του άλλου ή στον γάμο του Καραγκιόζη με τις τροχιοδεικτικές βολές να πρασινίζουν την άβυσσο της νύχτας.
Το πιο τρελό σκηνικό πάντως έγινε στις 25 Δεκεμβρίου όταν έφυγαν από το στρατόπεδο σκαστοί 24 φαντάροι για να πάνε σε ένα λυκειακό πάρτι. Αρωματισμένοι, με τα πουκαμισάκια τους και τη φρεσκαδούρα τους βγήκαν από το στρατόπεδο ενώ ο Ίλαρχος που ξύπνησε εκείνη την ώρα τους προϋπάντησε μετά από ένα δίωρο με το να τους τραγουδάει: “Βραδιάζει σήμερα βραδιάζει”. “Ρε ψηλέ, καλά ο κοντός αλλά εσύ δυο μέτρα άνθρωπος δεν είδες τους σκαστούς; Και εσείς αφού το σκάσατε που το σκάσατε γιατί δεν μείνατε να κάνετε διανυκτέρευση;” Βέβαια υπήρξε κι ένας 25ος φαντάρος ο οποίος δεν επέστρεψε ποτέ στο στρατόπεδο. Την επόμενη μέρα στην αναφορά τάγματος, ο ταγματάρχης μετρούσε περί τους 30 αναφερόμενους. Σκαστοί, περίπολος και σκοποί που έκαναν την πάπια συν ένας θαλαμοφύλακας που την γλύτωσε.
Αυτή ήταν σε γενικές γραμμές η θητεία μου το 2005 – 2006. Μια γκροτέσκο περίοδος της ζωής με πολλά ιλαροτραγικά γεγονότα και με μπόλικο νεκρό χρόνο. Κουφάλες, απολύομαι, τα μαλλιά μου κάνω μπούκλες. Και όντως μέχρι τώρα κράτησα μακριά την κόμη μου…
Βασίλης Κυριάκου