– Υπασπιστή, έλα αμέσως στα γραφείο μου!
– Μάλιστα κύριε Διοικητά!
Μπαίνει ορμητικά ο υπασπιστής στο γραφείο. Απέξω ακούγονταν τραγούδια. Έχει γούστο να κάνουμε συναυλία τώρα! Ποιος είναι ο επόμενος στρατιώτης;Ο Στρατιώτης Κώστας Θωμαΐδης.
Ειδοποίησέ τον παρουσιαστεί, σε παρακαλώ.
Μάλιστα κύριε Διοικητά. Μόνο που…
Τι έγινε; Τι συνέβη; Έχει κάποιο πρόβλημα;
Όχι κύριε Διοκητά.
Τότε; Γιατί δεν τον ειδοποιείς; Τι συμβαίνει;
Πώς να σας το πω κύριε Διοικητά; Είναι αυτός που τραγουδάει!
-Να του πεις να παρουσιαστεί αμέσως! Θα έχει χρόνο να τραγουδήσει μετά.
Φεύγει ο υπασπιστής και σε ελάχιστα λεπτά χτυπά η πόρτα.
Εμπρός!
Στρατιώτης Κώστας Θωμαΐδης! Διατάξτε κύριε Διοικητά!
– Καλώς ήρθες Στρατιώτη Θωμαΐδη! Φυσικά και δε σε ζήτησα για να μου τραγουδήσεις. Θέλω να μου πεις για σένα.
– Μάλιστα κύριε Διοικητά. Γνωρίζω.
– Ξεκινάμε λοιπόν.

Συμβαίνει πολύ συχνά στις ανδροπαρέες, να συζητούνται οι εμπειρίες της στρατιωτικής θητείας.
Αρχίζουν τότε οι αναμνήσεις, τα ανέκδοτα και όλα τα ευτράπελα που συναντάς στο στρατό.
Είναι αλήθεια πως έχω ξεχάσει πολλά από όσα βίωσα εκείνες τις μέρες, πέρασαν βλέπετε πολλά χρόνια από τότε, δεκαετίες.
Παρουσιάστηκα στο στρατό τον Ιανουάριο του 1976 και ήμουν από τους άτυχους, μια και η θητεία ήταν τότε στους 28 μήνες.
Μετά τη βασική εκπαίδευση βρέθηκα στο χωριό Καβύλη, 10 περίπου χιλιόμετρα έξω από την Ορεστιάδα, δίπλα στην συνοριογραμμή. Σε όλη μου τη θητεία δεν πήρα καμία μετάθεση (ήταν η εποχή που όλα τα “καλά παιδιά”, τα χαρακτηρισμένα από την ασφάλεια της δικτατορίας αλλά και των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης, τα έστελναν στον Έβρο η σε ακριτικά νησιά, λες και η θητεία ήταν τιμωρία).

Υπήρχαν όμως και στιγμές που δεν ξεχνιούνται εύκολα.
Οι ατέλειωτες συζητήσεις τον χειμώνα δίπλα στην ξυλόσομπα κάποιες φορές ενδιαφέρουσες, οι στιγμές που ο ταχυδρόμος μας έφερνε γράμμα από αγαπημένο πρόσωπο, τα όνειρα που χτίζαμε για την ζωή μας, το ραδιοφωνάκι τσέπης στη σκοπιά στις νυχτερινές βάρδιες, ακούγοντας το Δεύτερο πρόγραμμα της ΕΡΑ
Όταν βγαίναμε από το στρατόπεδο είχαμε δυο μόνον επιλογές, στο καφενείο ή στην ταβέρνα του χωριού.
Τρώγαμε φαγητά, αμφιβόλου ποιότητας, πίναμε ρετσίνα και στην παρέα έμπαινε το μπουζούκι που είχα μαζί μου και τραγουδούσαμε με μεράκι και δυνατές φωνές, σαν να θέλαμε να μας ακούσουν αγαπημένα πρόσωπα εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά. Τα ρεφραίν των τραγουδιών συχρονίζονταν με τον καημό που κουβαλούσε ο καθένας μέσα του.
Αν κάτι κρατάω από τότε, είναι η φιλία με δύο τρία πρόσωπα που είχαμε ίδιες απόψεις για θέματα κυρίως τέχνης και πολιτικής (Ήταν εποχή έντονης πολιτικοποίησης).

Αξέχαστοι βέβαια και οι γραφικοί χαφιέδες που έστηναν αφτί μήπως ακούσουν κάτι “αντεθνικόν” και τρέξουν να το καταθέσουν στους ανώτερους τους. Έχω την αίσθηση ότι και στην πολιτική τους ζωή σέρνονται σαν τα σκουλήκια.
Θυμάμαι επίσης το ατέλειωτο χιόνι του χειμώνα και κάτι μαγευτικά δειλινά την Άνοιξη και το Καλοκαίρι. Ρομάντζα στο χακί.
Η μνήμη μου δεν επιστρέφει συχνά στις μέρες της θητείας, έχουν εξασθενήσει μέσα μου οι πιο πολλές εικόνες.
Προσπαθούσαμε με κάθε τρόπο να δώσουμε χρώμα στις μέρες μας.
Την ημέρα που απολύθηκα θα την θυμάμαι για πάντα.
Κώστας Θωμαΐδης