Αναμνήσεις από τη στρατιωτική μου θητεία – Νίκος Αγγελίδης

Νικος Αγγελίδης

Αλλοπρόσαλλος ο Οκτώβρης. Αν και ακόμη δεν έχει δείξει τα δόντια του, εντούτοις έκανε τα πρωινά και τα βράδια δροσερά.

Μπαίνοντας στο Στρατόπεδο, πρωί κατά τις 6.30, ακόμη δεν έχει χαράξει. Ανοίγω την πόρτα του γραφείου μου και ο καφές στη θέση του. Με περίμενε.

Πριν προλάβω να καθίσω στην καρέκλα, να σου ο υπασπιστής.

  • Καλημέρα κύριε Διοικητά
  • Καλημέρα! Τι κάνεις; Ο καφές μου πάντα στην ώρα του.
  • Ευχαριστώ κύριε Διοικητά.
  • Ποιον έχουμε σήμερα;
  • Τον Στρατιώτη Νίκο Αγγελίδη.
  • Πες του να περάσει.
  • Να σας ενημερώσω κύριε Διοικητά!
  • Τι έγινε; Τι συνέβη;
  • Θα αρπαχτείτε!
  • Γιατί;
  • Είναι φανατικός οπαδός της ΑΕΚ! Και μάλιστα εξόχως μαχητικός!
  • Μην ανησυχείς!
  • Ανησυχώ γιατί βλέπω πως ήδη είστε έτοιμος για ποδοσφαιρική μάχη!
  • Όχι σου λέω! Φώναξέ τον!

Βγαίνει έξω και η γνωστή φωνή

  • Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΣ ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ ΝΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΕΙ ΣΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΗ!

Δεν πέρασαν λίγα λεπτά και χτυπά η πόρτα.

  • Εμπρός!
  • Στρατιώτης Νίκος Αγγελίδης! Διατάξτε κύριε Διοικητά!
  • Καλώς όρισες στη Μονάδα!
  • Καλώς σας βρήκα!
  • Ξέρεις τη διαδικασία;
  • Μάλιστα!
  • Να ξεκινήσουμε;
  • Να ξεκινήσουμε! Και δε θα μιλήσουμε για την ομάδα μου!
  • Σε ειδοποίησαν βλέπω!
  • Πώς θα ερχόμουν; Έτσι; Χωρίς να γνωρίζω;
  • Πάμε λοιπόν!

1991… Νέα Υόρκη… Το σώμα μου εκεί, το μυαλό μου στην Ελλάδα. Το μόνιμο «κουσούρι» των μεταναστών. Στα κομμάτια πια… Θέλω ένα εξάμηνο για να τελειώσω το Πανεπιστήμιο. Τίποτα δεν με κρατάει… «Αφροδίτη, φεύγω… Πάω στην Ελλάδα να κάνω τη θητεία μου, να τελειώσω…»

Ήταν η μόνη υποχρέωση που με κρατούσε μακριά από την Ελλάδα. Ένα σακίδιο στον ώμο και τσουπ στο Κέντρο Εκπαίδευσης στην Τρίπολη. Θυμάμαι την πρώτη μέρα που μας πέρασαν όλες εκείνες (της εποχής ελπίζω…) τις «εξετάσεις». Μας δώσανε και ένα μακρύ σακίδιο, λουκάνικο μου το είπαν, με έπιασαν τα γέλια, όχι όμως μετά… που τα ρούχα μου ήταν 2-3 νούμερα μεγαλύτερα… «Ω πω πω θα βάλω κιλά εδώ, σα να το ξέρουν…».

Αμερική εγώ από τα 15 μου, εφηβεία και μετά… σαν σε ταινία κινηματογραφική «Αλητείες»… με την καλή έννοια. Απέναντι μου τέσσερις τοίχοι και μια μάντρα με συρματόπλεγμα… «Πως θα πηδήξω; Πως θα την κάνω από ‘δω;» Και κοιμήθηκα («ύπνος… να λέμε δηλαδή) εκείνη την πρώτη νύχτα στο θάλαμο… Ροχαλητά, περίεργες οσμές… «ω ρε μάγκα τι μαλακία… έκανα;»

«Πειθαρχία», φωνές, υψωμένο ασήμαντο… ανάστημα, εντολές. Ρε πως θα αντέξω εδώ μέσα; Τη δεύτερη, τρίτη μέρα εμφανίστηκε ένα παλικάρι που γρατζούναγε ένα μπουζούκι. Έκατσα δίπλα του, κόλλησα… ήταν οι αναμνήσεις της ζωής μου ζωγραφισμένες σε εκείνες τις χορδές. Ένα τραγούδι του Μάρκου…

Τα γράμματα από τον πατέρα μου, τη μάνα μου, την Αφροδίτη, τον λατρεμένο μου φίλο και κουμπάρο Τζιμμάρα βάλσαμο στις δύσκολες πρώτες μέρες… Πού και πώς να συνηθίσω;

Η έξοδος ήταν ανάσα… Πραγματική ανάσα. Και αγωνία συνάμα… Να πετύχω σε κανένα περίπτερο κάποιο ξεχασμένο φύλλο του «Δικεφάλου» της «μαχητικής εφημερίδας των φίλων της ΑΕΚ».

Και στη ζούλα «Ριζοσπάστη» κάτω από τη μασχάλη… Εκεί στην αντίπερα όχθη είχα φτιάξει το μυαλό μου ιδεολογικά… Στη βάση των όσων έβλεπα γύρω μου, όσων συνέθεταν τις τεράστιες ταξικές διαφορές… Εκεί στη Νέα Υόρκη, οργανώθηκα και στο κόμμα… Ήταν ισχυρό τότε… Στα 18 μου… Αγωνία λοιπόν για το πως θα συναντούσα τη ζωή μου σε ένα περίπτερο της Τρίπολης.

Μας βγάλαν για πορεία κάποια στιγμή και ο γαλονάς μας έδινε βήμα. Εγώ πίσω αραχτός, τα βαριόμουνα όλα αυτά, μου φαίνονταν αστεία… Εν, δυο, ένα… ΑΕΚ… ΑΕΚ… ακούστηκε. Νόμιζα ότι ονειρευόμουνα. Ο Ανθυπολοχαγός ή Υπολοχαγός… δεν θυμάμαι τον βαθμό του… μας έδινε το πρόσταγμα για τον βηματισμό… και φώναζε ΑΕΚ! Πήγα και τον έπιασα με το που τελείωσε η διαδικασία. «Σε ξέρω εσένα, διαβάζω τα κείμενα σου κάθε Σάββατο στον Δικέφαλο» μου είπε… Άραξε η ψυχή μου… βρήκα έναν άνθρωπο να ξαποστάσω τις αγωνίες μου, να πούμε για τα δικά μας. Παλικάρι. Φίλιππος Κακουριώτης λέγεται… Είμαστε φίλοι… διαδικτυακοί. Δεν έχουμε βρεθεί από τότε… Έχουμε μιλήσει όμως 2-3 φορές… Να είναι καλά. Με έκανε να πάρω ανάσες…

Εγώ στην κοπάνα πάντα… Γελούσα με όλες αυτές τις διαδικασίες. Έπαιζε η ΑΕΚ με τον Ολυμπιακό στο Καραϊσκάκη. Εκείνο το 4-2 που είχε ξεκινήσει ως 4-0 και παραλίγο να γυρίσει… Βγήκε στην αναφορά ένας επιλοχίας από την Ηλεία και φώναξε «είναι κανένα χανούμι εδώ;» «Εγώ είμαι ΑΕΚάρα» απάντησα με όση δύναμη είχα… «Σκατοφύλακας Γερμανικό» αποκρίθηκε… Και έτσι έφαγα το μοναδικό καψόνι… της θητείας μου. Ομολογώ ότι ήμουν τέλειος στην υπηρεσία μου εκείνη τη βραδιά. Δεν την κοπάνησε ούτε μια σκατούλα…

Η ορκωμοσία ήταν λυτρωτική. Πω, πω θα γυρνούσα ανέμελος 2-3 μέρες στην Αθήνα. Στο Κέντρο είχαν έρθει φίλοι, ο Ηλίας ο Κοτσώνης και ο Μάκης ο Τσακαρδώκης στο πρώτο επισκεπτήριο. Στην Αθήνα στο 401 που μου άρεσε να πηγαίνω… για τη βόλτα, είχα πάντα τον Θοδωρή Γεωργίου. Ασφάλεια…

Και έπειτα ήρθαν οι μεταθέσεις. Αντιμάχεια, Κως, 543… Η ιστορία λέει ότι αυτό το Τάγμα ήταν που είχε στείλει τα τανκς στο Πολυτεχνείο. Στην Κω είχα τον ξάδερφο μου τον Βασίλη, θα περνούσα μπέικα…

Να μην σας τα γράφω και όλα, έκανα μια ονειρική θητεία εκεί… Αρχηγόπουλο έγινα μεταξύ των παιδιών, πέσαμε και στο τέλος του καλοκαιριού, η Καρδάμαινα εκεί δίπλα, τουρισμός στο φουλ, καταλαβαίνετε… Ερχόντουσαν όλοι και τους έκανα τον μεταφραστή…

Γραφιάς ήμουνα αρχικά στο Τάγμα… Στον λόχο Διοικήσεως. Λοχαγός εκεί, Λοχαγάρα μάλλον ο κ. Κοσετζίδης. Μόλις ξεκινήσαμε την πρώτη συνέντευξη – γνωριμία του λέω «Με το συμπάθιο κυρ Λοχαγέ μου, Πόντιος;» Ναι μου λέει… Από τας Σέρρας… «ΑΕΚάρα κυρ λογαχέ μου;» Όχι… Ολυμπιακός…

Και άρχισα έτσι να του εξηγώ για τις ρίζες μας, τη ζωή μας που πρέπει να ακολουθούμε στα μονοπάτια που η ίδια μας χαράζει… Έμεινε ο άνθρωπος… Κάθε μέρα όταν με συναντούσε το πρωί για καφεδάκι στο γραφείο, μου έλεγε να του πω ιστορίες από την Αμερική και εγώ όλο και του εξηγούσα για την Προσφυγιά, την καταγωγή μας και γιατί έπρεπε να είναι ΑΕΚ. Ήταν ωραίος τύπος, αρσενικός… ήξερε ότι ήμουνα μόνος μου εδώ, με ρωτούσε πάντα τι θέλω… Μια φορά μου κόλλησε 2-3 μέρες στην άδεια, για να πάω να δω την ΑΕΚ στην Ξάνθη. Ταξίδευα 3 μέρες… από την Κω στην Ξάνθη, για 90 λεπτά κοντά της…

Στην Κω, γνώρισα τρία καλά φιλαράκια. Τον Μιχάλη που ήταν και αυτός εξ Αμερικής ορμώμενος, 35άρης τότε, παππού τον φωνάζαμε… Περπατημένος τύπος, μέσα στη νύχτα της Νέας Υόρκης. Μόνο εγώ τον καταλάβαινα. Παρέα καλή κάναμε και με τον Νεκτάριο και τον Νίκο. Ο ψαράς από τον Πόρο και ο κουρέας από την Αργυρούπολη. Είμαστε φίλοι ακόμη και σήμερα και όποτε μας βγάζει ο χρόνος μαζευόμαστε, τα λέμε, θυμόμαστε και εκείνα τα αλησμόνητα (τελικά…) χρόνια και επιστρέφουμε μετά ξανά ο καθένας μας στη ζωή που έχει στήσει. Συγκινητικό… Πολύ…

Μια μέρα έρχεται ο Λοχαγός και μου λέει «κοίτα έχει μεγάλο κενό στο Ιατρείο. Χρειάζονται νοσηλευτή. Είσαι ο μόνος που μπορεί να ανταπεξέλθει. Διάβασε… και τράβα κατά κει…» Και έτσι έγινα Υγειονομικός! Με τρέλα όμως… Το ‘ριξα στο διάβασμα… Με το που ερχόταν ασθενής ήξερα τι έπρεπε να του δώσω… Ο γιατρός του Τάγματος Ξυπολητάς λεγόταν και ήταν από τη Ρόδο, είχε βρει την ησυχία του μαζί μου…

Κάποια στιγμή τον κάλεσαν εκτάκτως να καλύψει ένα κενό στην Κάλυμνο. Έφυγε… και έμεινα ΜΟΝΟΣ μου στο Ιατρείο. «Γιατρέ μου…» έλεγαν τα παιδιά που έρχονταν για περίθαλψη… Απίθανα πράγματα… Είχα γίνει όμως αστέρι… Ιδιαίτερα στις ενέσεις το χέρι ήταν το κάτι άλλο… Είχα και ένα κόλπο, την ώρα που κάρφωνα τη βελόνα, δεν θα σας το πω… όμως… Μυστικά του «επαγγέλματος»… Έτσι έσωσα τη Θεία μου, μετά το τέλος της θητείας μου, όταν έπαθε κρίση άσθματος μια μέρα… Έκανα την ένεση στο φτερό… και επανήλθε… Να τα καλά του στρατεύματος!

Μια φορά είχανε πάει τα παιδιά τέσσερις μέρες άσκηση μέσα στο κρύο. Γύρισαν όλοι σχεδόν με πυρετό. Έρχονταν στο Ιατρείο και τους έβγαζα με τη μια «Ελεύθερους Υπηρεσίας»… «Αγγελίδη σε θέλει ο Διοικητής»… Τρέχω και εγώ στο Διοικητήριο… «Αγόρι μου έχεις βγάλει όλο το τάγμα εκτός, δεν έχω ούτε έναν φαντάρο, τι θα κάνω;» Ωραίος τύπος ο Διοικητής… Του μίλησα ωραία, είχα σεβασμό… ότι τυπικό. Πάντα σέβομαι τους ανθρώπους. Μετά από λίγες μέρες με κάλεσε. Με έστειλε για μια «αποστολή» στη Ρόδο… Για να πάρω ένα χαρτί. Τρεις μέρες έμεινα στη Ρόδο. Έμεινα σε φίλους καλούς… Τον Μιχάλη και τον αξέχαστο Παναγιώτη που έχει φύγει πλέον από κοντά μας…

Τον Φλεβάρη του ’92 απολύθηκα από την Κω. Το ροζ χαρτί ήταν λυτρωτικό για μένα… άνοιγε ο δρόμος για την μόνιμη επιστροφή μου στην Ελλάδα βλέπετε… Ο στόχος είχε επιτευχθεί… Πήρα το βαπόρι της επιστροφής γεμάτος όνειρα…

Μα που να φανταστείς εκεί που λες «τελειώσαμε», ότι αρχίζει ο κύκλος μιας Οδύσσειας, γεμάτης εντάσεις, εκπλήξεις, όνειρα…

Στην Αντιμάχεια, ξαναπήγα. Ξαναπέρασα έξω από το στρατόπεδο… Ξανακάθισα στο καφενείο του χωριού εκεί που «αράζαμε» με τις ώρες και χαζεύαμε την σερβιτόρα…

Όλα είχαν αλλάξει… Οι αναμνήσεις όμως παραμένουν. Όμορφες αναμνήσεις τελικά… Αξέχαστες…

Νίκος Αγγελίδης