Κοιτάζω το ρολόι μου και ήδη η ώρα έφτασε 10 το βράδυ. Ακόμη στο Στρατόπεδο, στο γραφείο μου. Φάκελοι, υπογραφές, μελέτες για νέα έργα… Από την άλλη άδειες στρατευμένων, τιμητικές και υπηρεσιακά για να φύγουν το πρωί για κάποιες προσωπικές τους εργασίες. Είναι και μεγάλοι οι στρατιώτες μου!
- Κύριε Διοικητά, ακόμη δε φύγατε;
- Καλώς τον! Πώς να φύγω; Μου έχεις γεμίσει το γραφείο με φακέλους με επείγοντα και μου λες να φύγω; Γίνεται;
- Κύριε Διοικητά και αύριο μέρα είναι!
- Το ξέρω. Αλλά αύριο πρωί πρωί κάποιοι στρατιώτες έχουν ζητήσει υπηρεσιακά για προσωπικές τους υποθέσεις.
Χτυπάει το εσωτερικό μου τηλέφωνο. Είναι ο Αξιωματικός Πύλης.
- Κύριε Διοικητά μόλις παρουσιάστηκε ένας καινούργιος στρατιώτης. Έρχεται στη Μονάδα.
- Σε ευχαριστώ.
Κλείνω το τηλέφωνο και…
- Υπασπιστή, όπως κατάλαβες καλώς τα δεχτήκαμε. Μας ήρθε και νέος στρατιώτης.
- Τέτοια ώρα;
- Γιατί απορείς;
- Συνήθως έρχονται πρωί.
- Ποιος ξέρει; Μπορεί ο άνθρωπος να μην μένει στην Αθήνα. Τρέξε να τον τακτοποιήσεις και αν έχει διάθεση και δεν είναι κουρασμένος, μου τον φέρνεις να τον δω. Αλλάζω τακτική. Για κάθε νέο στρατιώτη που παρουσιάζεται, εφόσον έρχεται από μακριά, θα του δίνω πέντε μέρες άδεια και μετά μέσα. Τι λες;
- Μένω άφωνος κύριε Διοικητά!
- Γιατί;
- Νέα ήθη!
- Καλά! Πήγαινε τώρα και μην αρχίσεις να φωνάζεις. Και όταν τακτοποιηθεί, τον περιμένω.
- Μάλιστα κύριε Διοικητά!
Έφυγε ο υπασπιστής και ξανά φάκελοι! Θα ξημερωθώ απόψε!
Η ώρα περίπου 11. Σηκώνομαι από το γραφείο μου. Και χτυπά η πόρτα!
- Κύριε Διοικητά! Να παρουσιαστεί ο νέος Στρατιώτης;
- Ασφαλώς και να παρουσιαστεί! Ποιος είναι;
- Στρατιώτης Παύλος Ορκόπουλος!
- Να περάσει!
Στο δευτερόλεπτο παρουσιάζεται ένας ψιλόλιγνος στρατιώτης μπροστά μου και με δυνατή φωνή:
- Στρατιώτης Μηχανικού Παύλος Ορκόπουλος! Διατάξτε κύριε Διοικητά!
- Καλώς ήρθες! Βλέπω Μηχανικού!
- Μάλιστα κύριε Διοικητά!
- Κι εγώ του Μηχανικού είμαι!
- Το γνωρίζω κύριε Διοικητά!
- Γνωρίζεις πως ήρθες εδώ για να συζητήσουμε.
- Το γνωρίζω.
- Να ξεκινήσουμε;
- Μάλιστα. Απλά μια χάρη. Θα ήθελα κάποια πρωινά να λείπω γιατί έχω γυρίσματα.
- Το γνωρίζω. Θα μπορείς να λείπεις! Εξάλλου υποδύεσαι και Ταξίαρχο στο σίριαλ που παίζεις!
- Μάλιστα!
- Ας ξεκινήσουμε…

Παρουσιάστηκα στο Κέντρο Εκπαίδευσης Μηχανικού (ΚΕΜΧ) στο Ναύπλιο, την Παρασκευή 26 Γενάρη του 1973, μέσα στη Χούντα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά την ημερομηνία, καθώς δύο μόλις μέρες πριν, την Τετάρτη 24 Γενάρη, είχαμε δώσει μία παράσταση στη Σχολή Μηχανικού Λουτρακίου. Ήταν το έργο του Δημήτρη Ψαθά “Εταιρεία Θαυμάτων”. Μετά το τέλος της παράστασης ο εκεί υπεύθυνος της παράστασης με πήγε στο διοικητή της μονάδας και του λέει “το παιδί από εδώ παρουσιάζεται στο Μηχανικό Ναυπλίου μεθαύριο” και ο διοικητής γυρίζει και μου λέει “Δώσε μου τ’ όνομά σου να ενημερώσω”…
Τα πρώτα καψόνια στο Ναύπλιο
Εν πάση περιπτώσει παρουσιάζομαι την Παρασκευή, κοντοκουρεμένος όπως όλοι τότε, τελειώνουμε τα μπάνια, παίρνουμε προσωπικά είδη και παρουσιαζόμαστε. Ήμουν μόλις 19 χρονών και στην αρχή κυριολεκτικά έπαθα πλάκα. Τα πράγματα ήταν πολύ ζόρικα για εμάς. Την πρώτη κιόλας μέρα, μας πηγαίνουν σε ένα γραφείο στον ημιώροφο, όπου μέσα βρίσκονταν τέσσερις γαλονάδες με πολύ προκλητικό ύφος και μας φέρονταν σαν να είμαστε το τίποτα. Τότε δεν καταλάβαινα ακριβώς τι συμβαίνει και δεν μπορούσα να χαρακτηρίσω τη συμπεριφορά τους. Απλώς μεταφέρω το κλίμα όπως το ένιωθα. Ήμουν εντελώς χαμένος. Ο ένας εξ’ αυτών ήταν καθισμένος πάνω σε ένα μεταλλικό γραφείο κουνούσε τα πόδια του και χτυπούσε με τις φτέρνες τη μετόπη κάνοντας θορύβους. Δε μου μιλούσε κανένας για ώρα και με άφηναν εκεί όρθιο να με κοιτούν. Κάποια στιγμή άρχισαν να με ρωτούν διάφορα του τύπου “πως σε λένε ρε κωλόπαιδο;” ή “πώς σε λένε μωρή κηδεία;” και άλλα κοσμητικά επίθετα και την ώρα που πήγαινα να απαντήσω που έσφιγγαν στο λαιμό το καρύδι και δεν έβγαινε η φωνή φυσικά. Και εκείνοι μου λέγαν “δε μιλάς ρε κωλόπαιδο;” και μου έρχεται η πρώτη γροθιά στο στομάχι, όχι τόσο δυνατή, πιο πολύ για εκφοβισμό και για να μου σπάσουν τον τσαμπουκά. Μάλιστα παρά το κοντό κούρεμα και ξύρισμα, διακρίνονταν οι φαβορίτες που είχα πριν παρουσιαστώ. Και μου έλεγαν “είχες και φαβορίτες ρε κωλόπαιδο, ε” και με έπιασαν πιέζοντας το πρόσωπό μου στα σημάδια από τις φαβορίτες και τις σήκωναν προς τα πάνω ώσπου έκανα ένα “αχ” από τον πόνο. Εκείνοι απαντούσαν “κοίτα ρε πονάει το κωλόπαιδο…” και συνέχιζαν στο ίδιο τροπάρι. Εκεί λοιπόν μου έσπασε πολύ ο τσαμπουκάς, αν και δεν είχα καθόλου τσαμπουκά, αλλά γι’ αυτό το έκαναν αυτοί, για να μην έχουμε τσαμπουκά. Σε κάθε περίπτωση, ο στρατός είναι γνωστός για αυτά τα πράγματα, όλα αυτά που έγιναν εκεί ήταν πολύ άγαρμπα και η συμπεριφορά αυτών των ανθρώπων ήταν πολύ χυδαία.
Το θέατρο με έσωσε από το στρατό, ήταν η προσωπική μου όαση
Την επόμενη Κυριακή είχε επισκεπτήριο και ήρθαν να με επισκεφθούν οι γονείς μου και κάτι φίλοι. Βγάλαμε κάτι φωτογραφίες, έβγαλα και μία ολόσωμη φωτογραφία μαζί με τους γονείς μου, ασπρόμαυρη βέβαια, τότε δεν υπήρχε το έγχρωμο. Περνάει άλλη μια εβδομάδα και έρχεται το άλλο Σάββατο, δέκα του μηνός Φλεβάρη, ήμουν ήδη μέσα 15 ημέρες. Εκείνη την ημέρα μας είχαν κάνει πολλά καψόνια, μεταξύ αυτών και μία μεγάλη πορεία επί γονάτων με τα όπλα στην ανάταση, με πάρα πολύ ταλαιπωρία και έχουμε φτάσει στο τάγμα απ’ έξω κάθιδροι παρόλο που ήταν Χειμώνας, από την πολλή κούραση. Είμασταν πολύ ταλαιπωρημένοι και ζορισμένοι και μας λένε ξεκινήστε επί τόπου “ένα-δύο-κάτω”.
Και εκεί που κάναμε το “ένα-δύο-κάτω” ακούγεται τ’ όνομά μου δυνατά “Ορκόπουλος”… Εκεί τα ‘χασα, καθώς ήμουν ήδη σε πολύ άσχημη κατάσταση. Μου λένε “να περάσεις γρήγορα στο γραφείο του Διοικητή του Λόχου”. Εγώ έχω πάθε πλάκα, πηγαίνω πίσω στο γραφείο του διοικητή και αυτός κάθεται στην έδρα του, ήταν ένας διοικητής κοντούλης-χοντρούλης, σαν βαρελάκι του ούζου ήταν, μπαίνω λοιπόν μέσα, αναφέρομαι και μου λέει “κάθισε στην καρέκλα”. Εγώ είχα σαστίσει δεν άκουγα τίποτα, με κοιτάζει λοιπόν και μου λέει “Δεν άκουσες τι σου είπα; Κάθισε στην καρέκλα!” Κάθομαι δειλά-δειλά στην καρέκλα, όχι ακουμπώντας πίσω την πλάτη μου, μπροστά-μπροστά και μαγκωμένα, χαμένος εντελώς… Μου λέει “είσαι ηθοποιός;” Και πάλι ολιγώρησα εγώ στην ακοή, μου ξαναλέει λοιπόν “είσαι ηθοποιός;”, του απαντάω “ναι, ερασιτέχνης”. Μου απαντάει “Λοιπόν, έχεις παράσταση απόψε και πρέπει να φύγεις”. Ήμουν μόλις 15 ημερών φαντάρος και η ορκωμοσία γίνεται στις 40 ημέρες. Δε νοείται άνθρωπος αόρκιστος να βγει έξω με άδεια. Μου λέει λοιπόν “γρήγορα θα πας να πάρεις ρούχα εξόδου και θα περάσεις από το Διοικητήριο”. Φεύγω εγώ από εκεί, με κοιτούσαν οι άλλοι φαντάροι και οι αξιωματικοί, αναρωτιόντουσαν όλοι καλά τι κάνει αυτός… Πάω βάζω τα ρούχα εξόδου για πρώτη φορά και πάω απ’ ευθείας στο Διοικητήριο.
Από εκείνη τη στιγμή βλέπω, χωρίς να το έχω συνειδητοποιήσει ακόμα, πως έχει αλλάξει η συμπεριφορά όλων απέναντί μου. Φτάνω στο Διοικητήριο, ήταν μιλημένοι όλοι εκεί και μου ζητούν μια φωτογραφία. Λέω “τι φωτογραφία θέλετε;” και μου λένε “ότι φωτογραφία έχεις”. Εγώ δεν είχα καμία. Τους λέω η μόνη που έχω είναι αυτή που έβγαλα στο επισκεπτήριο με τους γονείς μου. Παίρνουν τη φωτογραφία, κόβουν γύρω γύρω το κεφάλι μου με ένα ψαλίδι, παίρνουν και ένα κομμάτι χαρτόνι από ένα ντοσιέ, το έκοψαν εκείνη την ώρα με το ψαλίδι, το κάνουν δίφυλλο, συρράπτουν πάνω τη φωτογραφία, βάζουν τα στοιχεία μου και δύο σφραγίδες και μου λένε “ορίστε, πάρε αυτό, είναι η στρατιωτική ταυτότητά σου”. Μου δίνουν και ένα χαρτί που ήταν η άδεια και μου λένε “έφυγες για Κόρινθο”.
Πηγαίνω λοιπόν εξοδούχος στην πατρίδα μου την Κόρινθο, εκεί που γεννήθηκα και μεγάλωσα. Το ίδιο βράδυ βγήκαμε με τους φίλους μου, εγώ με τα στρατιωτικά ντυμένος, απαγορευόταν να κυκλοφορεί φαντάρος με πολιτικά, και ήμασταν στη βόλτα, στο λεγόμενο “νυφοπάζαρο” που γίνεται σε κάθε πόλη. Όπως κάναμε βόλτα με την παρέα μου, αισθάνομαι πίσω μου δύο τύπους που έχουν κάνει πέρα τους φίλους μου και με έχουν πλησιάσει ήρεμα στην αρχή. Μου λένε “είμαστε ΕΣΑ, τι σειρά είσαι;” και τους απαντάω “105”. Με το που λέω το 105, με έχουν βουτήξει ένας από κάθε μασχάλη, δεν πατούσα στα πόδια μου, με είχαν σηκώσει στον αέρα, με πάνε πιο πέρα και με στριμώχνουν σε ένα πεζοδρόμιο, στη βιτρίνα ενός φαρμακείου που είχε μια κολώνα μπροστά και αρχίζουν να με χτυπάνε και να μου φωνάζουν “Ρε κωλόπαιδο, είσαι 105 σειρά και είσαι έξω.; Ρε λιποτάκτη…” και άλλα τέτοια. Τους λέω “τι λέτε ρε παιδιά, εγώ έχω άδεια” και μου απαντούν “τι άδεια έχεις ρε κωλόπαιδο αφού είσαι 105 σειρά, πού είναι η άδειά σου;” Και βγάζω και τους δείχνω την άδεια. Και τότε αυτά τα καθάρματα έγιναν μπροστά μου αρνάκια, με άφησαν αμέσως και άρχισαν να μου λένε “μας συγχωρείς, έγινε λάθος” και αναρωτιόντουσαν ποιος είναι αυτός εδώ. Μου είπαν μάλιστα πως το είχε σκάσει ένας άλλος φαντάρος από το Βόλο και τον έψαχναν και με πέρασαν γι’ αυτόν όταν είδαν μάλιστα την παράξενη στρατιωτική μου ταυτότητα…
Όταν επέστρεψα στο στρατόπεδο, η συμπεριφορά όλων αυτών που μας έκαναν τα καψόνια και το βίο αβίωτο είχε αλλάξει εντελώς απέναντί μου, σε βαθμό που να μην υφίσταμαι αυτή την αγριότητα και όλο αυτό είχε διάρκεια διότι εγώ κάθε 15 μέρες ήμουν έξω και πήγαινα για παραστάσεις. Έτσι λοιπόν, εμένα με έσωσε το θέατρο στο στρατό, ήταν μια όαση για μένα το να βγαίνω και να δίνω παράσταση κάθε δύο εβδομάδες και το καλό ήταν ότι επειδή ήμουν στο Ναύπλιο και η Κόρινθος ήταν πολύ κοντά, πήγαινα στους δικούς μου και έπαιρνα δύναμη, γιατί τα πράγματα ήταν πολύ άσχημα και πολύ άγρια. Θυμάμαι μάλιστα, μία μετεκπαίδευση που έγινε στο στρατόπεδό μας σε πολίτες για κάποια καινούρια όπλα που είχαν έρθει. Έφεραν λοιπόν 300 Κρητικούς και συνέβη το εξής. Έναν φίλο μου που ήμασταν στον ίδιο λόχο που ήταν Κρητικός και δεν τον πήγαιναν πολύ και για να του τη σπάσουν τον ανάγκασαν μπροστά σε όλους να ξυρίσει το μουστάκι του με τη φαλτσέτα αλλά αντί για αφρό, βάζοντας μαρμελάδα. Αυτός λοιπόν όταν έφεραν τους 300 Κρητικούς πολίτες για τη μετεκπαίδευση, τους το είπε και εκείνοι όλο το βράδυ έψαχναν σε όλο το στρατόπεδο να βρουν αυτό τον έφεδρο αξιωματικό. Είχαν φροντίσει όμως να του δώσουν άδεια εκείνο το βράδυ γιατί αν τον έβρισκαν οι Κρητικοί θα τον έσφαζαν… Γυρίζαν τους θαλάμους και φώναζαν οι Κρητικοί “που είναι αυτός;”. Γενικά βιώναμε πολύ άγριες καταστάσεις, οι αξιωματικοί φρόντιζαν να βγάζουν όλα τους τα “καλά” αισθήματα τότε. Χούντα είχαμε βέβαια, πολύ σκληρά πράγματα…
Η Σίνδος και το χρυσάφι της κορώνας
Μετά από 3 μήνες μετατέθηκα στη Σίνδο, είχα ειδικότητα Πολυβολητή και με έστειλαν για εκπαίδευση σε πλωτά στο Στρυμόνα, στο νομό Σερρών. Εκεί λοιπόν στη Σίνδο, έζησα πραγματικά ένα σκηνικό ταινίας. Ήμουν εκεί την περίοδο που έφευγε από την Ελλάδα ο βασιλιάς. Είχαμε λοιπόν το περίφημο πουλί, το σήμα της χούντας και από πάνω καθόταν η κορώνα. Μια μέρα λοιπόν συγκεντρωθήκαμε εκεί, ήταν Άνοιξη πια, καλός καιρός, μια ηλιόλουστη μέρα και μας δίνουν παράγγελμα “Αποκαλυφθείτε!”. Βγάζουμε τα καπελάκια που φορούσαμε και μας λένε “βγάλτε το σήμα”. Βγάζουμε το σήμα από το καπέλο και μας λένε “σπάστε την κορώνα από το σήμα!”, προσπαθούσαμε λοιπόν εκεί, είχαμε πιάσει τις κορώνες και τις λυγίζαμε πάνω-κάτω να σπάσουν. Φώναζαν λοιπόν αυτοί “άντε μωρέ ακόμα; Δε μπορείτε να τις σπάσετε; Προσπαθήστε πιο δυνατά!”, με τα πολλά τις σπάσαμε. Μας φωνάζουν “αποθέστε τις κορώνες κάτω” και πετάμε όλοι τις κορώνες κάτω και φεύγουμε. Όταν γυρίσαμε πίσω να κοιτάξουμε, το οικόπεδο συγκεντρώσεως που ήταν δίπλα στο στρατόπεδο, έπεφτε και ο ήλιος πάνω του και ήταν μες το χρυσάφι, αυτό το πλάνο ήταν πραγματικά για ταινία. Ήταν μάλιστα σε μια ανωφέρεια η μονάδα και δεν μπορούσαμε να κοιτάξουμε προς τα κάτω από την ανάκλαση, ήταν όλο το χρυσάφι κάτω, εκατοντάδες κορώνες που λαμπύριζαν. Αυτό το πλάνο δε θα το ξεχάσω ποτέ… Και μετά βάλαμε πάλι αυτά τα σήματα και τα φορούσαμε για μήνες μέχρι να φτιαχτούν καινούρια, έτσι όπως ήταν κολοβά.
Η Λάρισα και η εξέγερση του Πολυτεχνείου
Πέρασαν άλλοι 3 μήνες και μετατέθηκα στη Λάρισα, το 1973. Ήταν Νοέμβρης και είχαν αρχίσει τα γεγονότα με τις εξεγέρσεις των φοιτητών. Στο στρατόπεδο για δέκα μέρες μας είχαν απαγορεύσει να έχουμε ραδιοφωνάκι, να διαβάζουμε εφημερίδες, ούτε τις τοπικές, και βέβαια τις εξόδους. Επί δέκα ημέρες ήμασταν μέσα στο στρατόπεδο ντυμένοι, αρματωμένοι, έτοιμοι με τις παλάσκες και τα κράνη μας καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας και μας επέτρεπαν να κοιμόμαστε βγάζοντας μόνο το κράνος μας. Φαντάσου πως ακόμη και στις τουαλέτες που πηγαίναμε ήξερες πόσοι ήταν μέσα διότι μέτραγες τα όπλα που ήταν έξω από τις πόρτες. Πηγαίναμε στην τουαλέτα μαζί με το όπλο μας. Δεν είχαμε την παραμικρή ιδέα τι συμβαίνει, δε μας ενημέρωνε κανείς για τίποτα.
Κάποια στιγμή είχα σκοπιά και μου λένε θα πας να φυλάξεις σκοπιά έξω από το στρατόπεδο, πάνω σε μία γέφυρα που συνδέει τη Λάρισα με τη Νέα Σμύρνη, μια προσφυγική γειτονιά που χτυπήθηκε προσφάτως από τον Κορωνοϊό με πολλά κρούσματα. Εγώ δεν την ήξερα και τους λέω “ποια γέφυρα ρε παιδιά να φυλάξω;” Και μου λένε η γέφυρα είναι εκεί πήγαινε και θα τη βρεις. Ήμουν λοιπόν εγώ προσοχή στη γέφυρα πάνω, έξω από το στρατόπεδο μέσα στην πόλη. Περνούσε ο κόσμος, με κοιτούσε και απορούσε φυσικά και εγώ αισθανόμουν περίεργα γιατί μερικοί έφευγαν γρήγορα φοβισμένοι και χωρίς να καταλαβαίνουν τι γίνεται, όπως άλλωστε κι εγώ. Δεν ξέραμε απολύτως τίποτα για το τι συμβαίνει στην Αθήνα κατά το δεκαήμερο αυτό. Μεταξύ μας ρώταγε ο ένας τον άλλον και δεν είχε ιδέα κανείς. Ούτε μπάνιο δεν είχαμε κάνει, η κάλτσα είχε γίνει ένα με το πόδι, ζούσαμε σε τρομακτικές συνθήκες.
Την ενδέκατη μέρα μας φωνάζουν και μας λένε “μαζευτείτε όλοι στο εστιατόριο γιατί θα γίνει ενημέρωση” και να μάθουμε επιτέλους τι είχε γίνει. Πήγαμε λοιπόν στο εστιατόριο, καθίσαμε όλοι κάτω και ήταν όλοι οι αξιωματικοί καθισμένοι σαν “ταμπλό” πίσω-πίσω σε κάτι καρέκλες και ένας εξ’ αυτών βγήκε μπροστά όρθιος και ανέλαβε να μας ενημερώσει. Τον θυμάμαι πολύ καλά αυτό τον αξιωματικό, είχε αδρά χαρακτηριστικά, ψηλόλιγνος και με μάτια κόκκινα και γυρισμένα, με το λεγόμενο “μάτι του τρελού”. Αυτός μάλιστα λεγόταν πως αντί να παίρνει “σαρδέλες” κάθε τόσα χρόνια, του αφαιρούσαν μερικά διότι έκανε φοβερά πράγματα, απερίγραπτα, ήταν από τα “πολύ καλά παιδάκια του στρατού”. Θυμάμαι λοιπόν χαρακτηριστικά τις φράσεις του, έχουν εντυπωθεί μέσα στο μυαλό μου, πως ξεκίνησε την ομιλία του. Η φωνή του χτύπαγε στο ταβάνι ψηλά και επέστρεφε κάτω, φώναζε με όλη του τη δύναμη και είπε αυτά ακριβώς τα λόγια για τα παιδιά του Πολυτεχνείου: “Τα κωλόπαιδα που δεν ξέρουν ακόμη να γαμήσουνε, ήθελαν και εξέγερση…”. Αυτό τον τρόπο είχαν επιλέξει οι χουντικοί για να μας ενημερώσουν για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, το 1973.
Και βέβαια δε θα ξεχάσω ποτέ το συγκεκριμένο αξιωματικό, καθώς μία ημέρα του 1973 έφυγε ξαφνικά η γιαγιά μου, μία γυναίκα νεότατη. Ήρθε στην πύλη του στρατοπέδου ένας συγγενής μου και με ενημέρωσε και πήγα να ζητήσω άδεια να φύγω επειγόντως με το τραίνο για να πάω στην κηδεία της. Και ήταν ο ίδιος αξιωματικός που του ζήτησα την άδεια να φύγω. Μου λέει λοιπόν ετοιμάσου, περίμενε και θα σε ενημερώσω. Περνούσαν οι ώρες και εγώ περίμενα, ο συγγενής μου ήταν ακόμη στην πύλη και με περίμενε με αγωνία. Μου έλεγε “τί θα γίνει, θα σε αφήσουν; Θα φύγει το τραίνο…”, ώσπου τελικά το τραίνο αναχώρησε. Μόλις έφυγε το τραίνο με κάλεσε στο γραφείο του να μου πει πως μπορώ να φύγω. Του λέω “τώρα έφυγε το τραίνο πως να φύγω;” Και εκείνος με ένα ύφος εριστικό και άθλιο μου απάντησε “έλα μωρέ, πως κάνεις έτσι, η γιαγιά σου πέθανε, θα ήταν και μεγάλη γυναίκα αυτή, πόσο ήταν; “. Και τότε δεν ξέρω που βρήκα τη δύναμη και του απαντάω ψυχρά “περίπου 2-3 χρόνια μικρότερή σας”.
Θυμάμαι ακόμη που ζούσα με το άγχος, διότι αυτό το κάθαρμα με είχε φωνάζει πάλι στο γραφείο του και μου είπε “εσύ είσαι ο ηθοποιός;”, του απαντάω λοιπόν “ναι, εγώ είμαι”. Και μου λέει “ε, αφού είσαι ηθοποιός να μας κάνεις παίξεις μια εθνικιστική παράσταση για την επέτειο της 25ης Μαρτίου που έρχεται…” και κάθε μέρα μέχρι την επέτειο ζούσα με το άγχος πότε θα με καλέσει. Ευτυχώς, με κάποιο τρόπο τη γλίτωσα, διότι αυτός έτυχε και έλλειπε την περίοδο αυτή από το στρατόπεδο.
Και βέβαια θυμάμαι τα περιβόητα συνθήματα που τρέχαμε και φωνάζαμε όπως το “Όχι-Όχι στον Κομμουνισμό” και “Ναι-Ναι στην Επανάσταση” και φώναζε ο λοχαγός “Φωνάχτε τα δυνατά” ενώ πηγαίναμε εμείς και εκείνος ερχόταν δίπλα μας με το αυτί να δει ποιος δε φωνάζει. Και βέβαια είχαμε και την περίφημη κατήχηση κάθε μέρα στις 10.00 το πρωί, όπου μας έλεγαν πράγματα απίστευτα. Θυμάμαι μας έλεγαν “τα παιδιά όταν γεννιούνται στη Ρωσία τα παίρνουν από τις μανάδες τους οι Μπολσεβίκοι και οι μάνες φωνάζουν παιδί μου – παιδί μου”. Θυμάμαι που είπαν σε ένα παιδί “σήκω εσύ και δείξε μας πως κάνει η μάνα όταν της παίρνουν οι κομμουνιστές το παιδί της” και άλλα τέτοια κωμικοτραγικά.
Η επιστράτευση
Στη Λάρισα έκατσα έξι μήνες και έκανα συνολικά θητεία έναν χρόνο και το Γενάρη του 1974 απολύθηκα, γιατί είχα πολλά αδέρφια. Η σειρά μου όμως υπηρετούσε ακόμη, όταν κηρύχθηκε η επιστράτευση, το 1974. Εγώ πήγα επιστρατευμένος, ενώ η σειρά μου υπηρετούσε κανονικά. Και μάλιστα η επιστράτευση δένει πάλι με αυτό τον αξιωματικό που έλεγα πριν. Παρουσιάστηκα λοιπόν ξανά εδώ στο Ρουφ και μας πήγαν στη Μάνδρα Αττικής, μετά από μεγάλη ταλαιπωρία. Φτάσαμε στη Μάνδρα ξημερώματα, περίπου τρεις το πρωί, μας τσουβάλιασαν σε κάτι ΡΕΟ και μας άδειασαν εκεί νυχτιάτικα. Μας λένε εδώ θα μείνετε. Και το εδώ τι ήταν; Ένα χωράφι, χωρίς ούτε καν ένα δέντρο. Πηδούσαμε λοιπόν από τα ρέο και κοιταζόμασταν. Λέγαμε “που εδώ θα μείνουμε, στο χωράφι; “. Εγώ ήμουν 20 χρονών, άλλοι ήταν τριαντάρηδες, άλλοι μεγαλύτεροι, οικογενειάρχες κλπ. Κάναμε λοιπόν το χώμα βουναλάκι για μαξιλάρι και ξαπλώσαμε πάνω στο χώμα να κοιμηθούμε. Και το πρωί κανένα ενδιαφέρον για τίποτα, δεν υπήρχε άνθρωπος. Ήμασταν εκεί για μέρες χωρίς φαγητό, χωρίς στέγη, χωρίς μπάνιο, χωρίς οτιδήποτε. Μόνο οι κάτοικοι εκεί προσπαθούσαν να μας ταΐσουν, ενώ περνούσαμε μία κατάσταση τραγική, από όλες τις απόψεις. Κάποια στιγμή είχαν αδειάσει ακόμη και τα μικρομάγαζα της περιοχής, είχαμε ψωνίσει τα πάντα, όλα τα φαγώσιμα. Είχαν ξεμείνει κάτι τελευταία παγωτά μόνο.
Και θυμάμαι ένα πρωί, εγώ τότε δεν κάπνιζα, μου λέει τότε κάποιος “τι να σου δώσω, εσύ δεν καπνίζεις κιόλας, δεν πειράζει όμως πάρε ένα τσιγάρο να βάλεις κάτι στο στόμα σου…”. Ήταν πάλι να έρθουν στη Μάνδρα οι γονείς μου να με επισκεφθούν και εγώ κάπνιζα που και που κανένα τσιγάρο, το βράδυ σπάνια, δεν ήμουν καπνιστής κανονικός, αλλά είχα πάρει κάτι τσιγάρα και τα έβαλα μέσα στις παλάσκες, αφού δεν είχαμε σφαίρες έτσι κι αλλιώς, για να μη με δούνε οι γονείς μου με τα τσιγάρα.
Ήταν τρομερό, μας επιστράτευσαν χωρίς πυρομαχικά… Ήταν όλα τραγικά ανοργάνωτα. Ερχόνταν πότε-πότε κάτι κούτες που μέσα είχαν κάτι ξιφολόγχες μέσα σε ζελατίνες, άχρηστα πράγματα, δεν είχαμε καν οπλισμό, δεν είχαμε σφαίρες, τίποτα. Και σε μία κούτα από αυτές είχε κάτι στρατιωτικά κασκόλ. Και παρότι ήταν καλοκαίρι εμείς ήμασταν ταλαιπωρημένοι, κουρασμένοι και πεινασμένοι και το βράδυ κρυώναμε. Κάποιος πήρε ένα από αυτά τα κασκόλ και το φόρεσε στο λαιμό του και εμφανίστηκε αυτό το τέρας που μας είχε ενημερώσει το 1973 στη Λάρισα, έβγαλε το όπλο του και τον απειλούσε, τον είχε όρθιο και για παραδειγματισμό του είχε το όπλο στον κρόταφο και του έλεγε “κωλόπαιδο, γιατί πήρες το κασκόλ;”. Ήταν αυτό το ίδιο τέρας από τη Λάρισα.
Εκεί μείναμε για μία ολόκληρη εβδομάδα και μετά μας φόρτωσαν πάλι στα ρέο και μας πήγαν σε κάτι άλλα κτήματα στην Παιανία και μας ετοίμαζαν για Κύπρο. Ήμασταν μέσα στη λάσπη για 15 ολόκληρες μέρες, μόνο μία φορά μας πήγαν σε ένα στρατόπεδο για να κάνουμε ένα μπάνιο. Μάλιστα σε ένα ρέο πάνω θυμάμαι ήταν γραμμένο με λάσπη “Χούλια σου ‘ρχομαι”, ήταν τότε κάτι μελό τούρκικες ταινίες που παίζονταν στην Ελλάδα και πρωταγωνιστούσε η Χούλια Κότσιγιτ, την αποκαλούσαν “Βουγιουκλάκη της Τουρκίας”, έγραφε λοιπόν αυτό με την έννοια πως πηγαίναμε να αντιμετωπίσουμε τους Τούρκους στην Κύπρο, με την προδοσία και το φιάσκο της κυπριακής τραγωδίας.