Η θητεία του Μανόλη Ανδρουλιδάκη στο Πολεμικό Ναυτικό

Μανώλης Ανδρουλιδάκης

Επιστροφή από την άδειά μου. Ομολογώ πως μετά τη συνέντευξη που πήρα από τον Στρατιώτη Τάκη Βαρελά, μου ήταν υπέρ-αναγκαία!

Από ότι διαπιστώνω, αυτή η ομάδα είναι πραγματικά ομάδα επίλεκτων και μάλιστα όλοι τους ένας κι ένας.

Η μεγάλη μου έκπληξη ήταν ο καφές στο γραφείο, που με περίμενε. Κάτι θα θέλει ο υπασπιστής. Ας τον ειδοποιήσω να δω τι έχει να μου πει.

– Καλημέρα κύριε Διοικητά. Διατάξτε!

– Καλώς βρεθήκαμε. Πώς περάσατε στην απουσία μου;

– Όλα καλά κύριε Διοικητά. Κανένα πρόβλημα.

– Ας ξεκινήσουμε λοιπόν. Ποιος έχει σειρά σήμερα;

– Ο Ναύτης Μανόλης Ανδρουλιδάκης!

– Και Ναύτης στην ομάδα;

– Μα είμαστε διακλαδικοί κύριε Διοικητά.

– Έχεις δίκιο! Δεν ξεχνιέται αυτό. Πες του να έρθει!

– Μάλιστα κύριε Διοικητά!

Μεταβολή και η γνωστή φωνή να καλεί τον Ναύτη. Για να τον γνωρίσω. Σε πολύ λίγο χτυπά η πόρτα του γραφείου μου.

– Ναύτης Μανόλης Ανδρουλιδάκης! Διατάξτε κύριε Διοικητά!

– Καλημέρα Ναύτη, καλώς μας ήρθες. Γνωρίζεις τη διαδικασία;

– Μάλιστα κύριε Διοικητά!

– Ας αρχίσουμε λοιπόν!

Φάση Α´: «τραβώντας κουπί» στο Α74

«Κύριοι, σας έχω ευχάριστα: δεν θα ταξιδέψουμε με 11 μποφόρ… θα ταξιδέψουμε με 10!».

Τα λόγια του υπάρχου Αγησιλάου Ρ. στην πρωινή κλήση στο ελικοδρόμιο του εκπαιδευτικού ΑΡΗΣ, δεν ήταν ακριβώς ευχάριστα για το πλήρωμα, αφού οι μισοί έχαναν ένα ΣΚ σχετικής ηρεμίας στο ναύσταθμο και οι υπόλοιποι, έχαναν, «όχι, ρε γαμώτο», ένα ΣΚ εξόδου. Τα μποφόρ, τελικά ήταν 11 -τόσο το χειρότερο- και στο ραντάρ υπήρχαν ελάχιστα στίγματα, μόνο από δικά μας πολεμικά. Οι πρωτοετείς της σχολής Σ.Μ.Υ.Ν. (μέλλοντες υπαξιωματικοί, που κάποιοι δεν είχαν δει, μέχρι τότε, θάλασσα) μάθαιναν από πρώτο χέρι τι θα πει να είσαι μέλος του «όπλου τριών χιλιάδων ετών, που ποτέ δεν παρέδωσε σημαία κλπ, κλπ: του ηρωικού Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού».

Απ‘ την άλλη, το πλήρωμα του ΑΡΗ (Α74), γνωρίζαμε, πλέον, καλά από φουρτούνες. Άλλωστε, με αυτό το σκαρί των 70s, είχαμε ήδη οργώσει Μαύρη Θάλασσα και Ατλαντικό-κάτι που είχε κάνει 30 ακριβώς χρόνια πριν, επί χούντας, ο πατέρας μου, ναυτάκι κι αυτός, στο «θηρίο» ΙΕΡΑΞ.

Η πρώτη φουρτούνα για μένα ήρθε ήδη από την εκπαίδευση, όταν στην πρωινή κλήση ανακοινώθηκε πως “οι ναύτες Ανδρουλιδάκης και Ν.Κ., αλλάζουν ειδικότητα και από τηλεγραφητές γίνονται ΤΠΒ (πυροβολητές) και φεύγουν το μεσημέρι με τον Άρη”. Τελειώνει η κλήση, πετάγομαι: «Ναύτης τηλεγραφητής…εεε, ΤΠΒ, Ανδρουλιδάκης Εμμανουήλ ΑΓΜ 01362, τι κάνω τώρα;» “Μαζεύεις τα πράματά σου και το πρωί φεύγεις με τον Άρη για Μαύρη Θάλασσα…” Μαύρη θάλασσα, μαύρη κι άραχνη πρώτη μετάθεση.

Προς το τέλος της θητείας, έμαθα ότι οι 10 μήνες μου στον Άρη και οι άλλοι τόσοι, στη συνέχεια, στη μουσική του ΠΝ, είχε λίγο-πολύ σχεδιαστεί από τον διευθυντή της μουσικής του ΠΝ Αλέξανδρο Π.

Γιατί στον Άρη; Το εν λόγω πλοίο, στα πλαίσια αλλά και πέραν του εκπαιδευτικού του χαρακτήρα, είχε εθιμοτυπικές υποχρεώσεις και ως εκ τούτου ο κυβερνήτης του ήταν πλοίαρχος (τα άλλα μεγάλα πλοία είχαν αντιπλοιάρχους) και οι δεξιώσεις στα λιμάνια που πιάναμε ήταν δεδομένες. Η δεξίωση ήθελε ζωντανή μουσική, άρα ορχήστρα. Σε αντίθεση π.χ. με τα αμερικάνικα αεροπλανοφόρα (τι είπα τώρα!), που έχουν μπάντες και ορχήστρες επαγγελματικές, εγώ και οι υπόλοιποι φουκαράδες μουσικοί, επαγγελματίες, ημιερασιτέχνες ή ημιεπαγγελματίες, που κάναμε την υποχρεωτική θητεία μας, δεν διαφέραμε από τους υπόλοιπους στρατεύσιμους στις αγγαρείες. Η τέχνη-τέχνη και το ματσακόνι-ματσακόνι. Μιλάμε για ατελείωτο ματσακόνι, γρασάρισμα, βάψιμο, πλύσιμο πιάτων, σκούπισμα, σφουγγάρισμα κλπ. Ρέλια, μπουλμέδες, δεσπέντζα, κλιμακάριος, κελέας, υπόλογος, «σαρωταί κατάκλιση», εργάτης, πρόστεγο, επίστεγο, πλώρα, πρίμα, κοντραγέφυρα, ΚΠΜ, ΑΑ, υπόφραγμα, «πουθενίδης», ραινμένταλ και μποφόρ (διαφορετικό από τα μποφόρ), έγιναν μέρος του καθημερινού λεξιλογίου. Άλλος κόσμος, δύσκολος.

“Υπόλογος ορχήστρας”, υπεύθυνος υπαξιωματικός, δηλαδή, ο “γυμνάζομαι-25-ώρες-ημερησίως-έχω-κοιλιακούς-πέτρα-κάνω-κουνγκφού-παιδιόθεν-και-γουστάρω-τρέξιμο-τρομπέτα-και-καλή-παρέα” ο επικελευστής Ηλίας Κ., ο, λόγω επωνύμου και της μέγκενης των χεριών του, επoνομαζόμενος “crab”. Αρχικά “ψαρωτικός”, στη συνέχεια, μαζί με τους δυο Ο.Υ.Κ. και τον πρώην χεβυμεταλά ντράμερ μας Παρασκευά, μόνιμη παρέα, κυρίως στο ΘΕΠ* στις ΗΠΑ. Φιλία που κρατάει μέχρι σήμερα.

Πρώτο ΘΕΠ στη Μαύρη Θάλασσα, λοιπόν! Βάρνα, Κωνστάντζα, Οδησσός, Νοβοροσίσκι, Βατούμ και μετά Κύπρος, Μαυροβούνιο (οι ωραιότερες γυναίκες του κόσμου). Ωραία ακούγεται και, όντως, στα λιμάνια περάσαμε καλά. Εν πλω, όμως…δράμα. Όπως σε όλων των πρώην φαντάρων τις αναμνήσεις είχαμε κι εμείς έναν επαρχιώτη βοσκό, που δεν πλενόταν ποτέ, κάνα δυο μαχαιροβγάλτες, επιστήμονες, καλλιτέχνες, εργάτες και αθλητές, κάθε καρυδιάς καρύδι. Το κάδρο συμπληρωνόταν από διόπους πενταετίας (σε χειρότερη μοίρα ακόμη κι από εμάς), υπαξιωματικούς και αξιωματικούς, έναν κυβερνήτη απόμακρο, έναν ύπαρχο επιτηδευμένα φωνακλά, σαν από ταινία, ποντίκια, κατσαρίδες, μίνιο στα χέρια και φαιό χρώμα παντού – η χαρά του σουρεάλ.

Μετά το «μαυροθαλασσίτικο» ΘΕΠ, μικρή παύση στο ναύσταθμο και βουρ για το 2ο. Αυτή τη φορά χαϊλίκια με τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων: Μάλαγα, Πόρτο, Μαδέιρα, Βαλτιμόρη, Χάλιφαξ, Σούδα. Καθ’ οδόν για τη Σαλαμίνα, ένα αποχαιρετιστήριο μεθύσι με τον Ηλία, τον Παρασκευά, το Δημήτρη και τους δυο «βατράχους» Σπύρο και Χρήστο, με κρασί Πόρτο και τσικουδιά του πατέρα μου. Στο ναύσταθμο ξύπνησα με βαρύ κεφάλι κατά τις 10, όταν οι «εξόδου» είχαν ήδη βγει. Ο ύπαρχος, που με συμπαθούσε, μου λέει: «που ήσουνα, ρε ψηλέ; λίγο ακόμη θα σε έβγαζα χαμένο στη θάλασσα». Τι να του απαντήσω; ότι δεν έβρισκα το δρόμο για το κρεβάτι μου και κοιμήθηκα όπου βρήκα; Πάλι καλά, που στ’ αλήθεια, δεν έπεσα στη θάλασσα.

Το λοιπόν, κάποιες αναμνήσεις από το 2ο ΘΕΠ:

  • Μάλαγα: κάτι γιόρταζαν και κάποια στιγμή πιωμένοι τραγουδούσαμε «campeoni campeoni» με κάτι οπαδούς της Μπάρτσα.
  • Αλάμπρα: και θυμήθηκα, απελπισμένος, ότι κάποτε, σαν σε άλλη ζωή, είχα γίνει κλασικός κιθαρίστας λόγω του “Recuerdos de la Alhambra”. Σε τούτη την φαιά ζωή, είχα, ελλείψει άλλου, μετατραπεί σε μπουζουξή. Οι πρόβες, για τις δεξιώσεις, γίνονταν στο χάγκαρντ του ελικοπτέρου. Οι βάρδιες ήταν 6ωρες x 2, δηλαδή 8μμ-2πμ και 8πμ-2μμ ή, αντίστοιχα, 2-8πμ και 2-8μμ. Μεταξύ βαρδιών, έσκαγε και κανένα γυμνάσιο ΑΑ, βάλε και τις πρόβες, ήμασταν από ύπνο…άστα. Σκέψου, ότι ενώ τρώγαμε όλα τα παχυντικά, είχα φτάσει από 95 κιλά τον Απρίλη, στα 77 τον Αύγουστο. Έστειλα μια φωτογραφία στη μάνα μου και πήγε να σκάσει.
  • Ματοσίνιος: Πήγαμε ορεξάτοι για μπάνιο στον παγωμένο ωκεανό και τελικά βρέξαμε μόνο τις πατούσες – εκτός από τον έναν οϋκά, που βούτηξε, από φιλότιμο. Ασήμαντο γεγονός, αλλά τότε μας φάνηκε σημαντικό.
  • Ατλαντικός:Κατά την εβδομάδα που διασχίζαμε τον ωκεανό, με «εν πλω επιθεώρηση κυβερνήτου», ένας από τους ναύτες έπεσε στη θάλασσα και στήθηκε ολόκληρη επιχείρηση για να σωθεί.
  • Βαλτιμόρη: Πρώτη μου φορά στην Αμερική και ο κυβερνήτης έδεσε το πλοίο με τρελές μανούβρες (σαν κυβερνητικό φαστ τρακ νομοσχέδιο) με τα βαρκάκια των ντόπιων να σκορπίζουν πανικόβλητα, σαν μυγάκια. Στο ίδιο λιμάνι η πρώτη «Αμερικάνα» που ρώτησα για έναν δρόμο, ήταν Ελληνίδα και παντρεμένη με έναν δεύτερο μου ξάδερφο. Το ίδιο βράδυ γνωρίζω άλλον ένα ξάδερφο μου, που ‘thank God’ είχε το καλύτερο εστιατόριο της πόλης.

Φάση Β´: «χλιδή» στη μουσική του ΠΝ

Κάποια στιγμή, με διάθεση και τελικά μετάθεση, φύγαμε με τον Παρασκευά (τον χεβιμεταλά) από τον Άρη και βρεθήκαμε στη μουσική του ΠΝ, ένεκα του διευθυντή της, της κολακευτικής αναφοράς του Ηλία και των αναγκών της μουσικής του Ναυτικού για καλή λαϊκή ορχήστρα. Εκεί πέρασα «ζάχαρη». Δικός μας χώρος για πρόβες και επαγγελματίες μουσικοί, με όρεξη για καλό αποτέλεσμα. Αυτή η ορχήστρα τα «έσπαγε». Φυσικά, οι πρωινές αγγαρείες και οι 4ωρες βάρδιες δις το 24ωρο, σε φυλάκια, πύλες κλπ ήταν δεδομένες, αλλά μετά τον Άρη, όλα φαίνονταν εύκολα. Θυμήθηκα και τα «παρουσιάστε» και τα άλλα που στον Άρη ήταν άνευ λόγου ύπαρξης – μάλιστα ως πάλιουρας ναυτοδίοπος οδήγησα, once, ένα άγημα υποστολής σημαίας. Πέραν μιας συναυλίας στο αρχηγείο του ΝΑΤΟ με τον αντινατοϊκό στόχο στα μπαγκάζια (η μάνα μου συμμετείχε, την ίδια στιγμή σε ανθρώπινη ασπίδα σε γέφυρα του Βελιγραδίου, κινδυνεύοντας να φάει καμία νατοϊκή μπόμπα) και του σεισμού του 1999, έτερο ουδέν. Έκανα και μια δουλειά του Διον. Σαββόπουλου, μελετούσα κιθάρα, έγραψα και μερικά τραγούδια. Ανέβηκα και μερικές φορές (επιτέλους) στην Ακρόπολη παίζοντας φαγκότο με τη μπάντα του ΠΝ, είχα και λίγα ταξιδάκια με την ορχήστρα, (δυο εξ αυτών με τον Άρη, σαν «για να μην ξεχνιόμαστε»). Κάναμε τακτικά δεξιώσεις στη ΛΑΕΔ, με κουβαλήματα ενισχυτών και τα σχετικά (θυμήθηκα την ροκ εφηβεία μου στη φιλαρμονική Ρεθύμνου). Είχα και μια καλή κοπελιά με φιατάκι να με περιμένει όταν είχα έξοδο, είχα και κανένα περιστασιακό λαϊβάκι. Γενικώς… «ζάχαρη».

Όταν ξεκινάς να μιλάς για το στρατό η συζήτηση δεν τελειώνει ποτέ. Είχα την τύχη να υπηρετήσω 21 μήνες (18/3/98-19/12/99) στο πολεμικό ναυτικό, έκανα φιλίες που κρατάνε μέχρι σήμερα. Από την πρώτη μέρα του πανικού της κατάταξης και το άγχος του αγνώστου, μέχρι την μέρα που με τη “Ροζαλία” στο χέρι περνούσα την πύλη του “Παλάσκας”, βίωσα πράματα που δεν είχα ξαναζήσει και δεν ξανάζησα, έκτοτε.

Άγνωστες, για τους αμύητους, λέξεις:

ΠΝ: (Ελληνικό) Πολεμικό Ναυτικό. Ο Έλληνας ναύτης ποτέ δεν παραδίδεται! Βέβαια, οι κακόβουλοι, μας αποκαλούν ‘μοδίστρες’ και έχοντες βασικό μότο το «ό,τι κινείται το χαιρετάμε, ό,τι δεν κινείται, το βάφουμε».

ΤΠΒ: τεχνίτης πυροβόλου, πυροβολητής.

ΑΓΜ: αριθμός γενικού μητρώου ή «αγαμή». Η ταυτότητά σου, ως ναύτης. Συνήθως υφίσταται μεταξύ ενός «ευπειθώς αναφέρω, ναύτης τάδε +ειδικότητα» και ενός «διατάξτε».

ΘΕΠ: “Θερινός Εκπαιδευτικός Πλους”, τουτέστιν εκπαιδευτικό ταξίδι για τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και τους ΣΜΥΝ. Για το ναύτη σημαίνει αγγαρείες, κάποιες ασκήσεις, πολλά μποφόρ, και κακός ύπνος.

Ματσακόνι: μεταλλικό σφυρί που σπάει τη σκουριά και τα νεύρα όσων θέλουν να κοιμηθούν ανάμεσα στις βάρδιες.

Μίνιο: υγρή αντιοξειδωτική βάση, που τοποθετείται πριν το (φαιό, συνήθως) χρώμα στο ματσακονισμένο μέταλλο. Δεν φεύγει μέχρι το μεθαυριανό ραντεβού με το κορίτσι, όσο κι αν πλένεσαι.

Φαιό: αυτό το γκριζωπό που βλέπεις στα πολεμικά μας πλοία. Για την ακρίβεια το βλέπεις μόνο στα πλοία, στην φαιά ουσία του εγκεφάλου και στον στίχο του Άλκη Αλκαίου «εδώ είναι Αττική, φαιό νταμάρι». Στο πλοίο συνοδεύεται από πράσινο στη μια, κόκκινο στην άλλη και λευκό στον αριθμό αναγνώρισης του πλοίου (π.χ. Α74)

Μπελαμάνα: το πάνω μέρος της στολής, μπλε ή λευκή, μπαίνει και βγαίνει δύσκολα, εκτός αν είσαι «εξόδου».

Ροζαλία: το χαρτί απολύσεως.